Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀπέθανεν ᾿Αβιὰ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Ασὰ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ' αὐτοῦ. ἐν ταῖς ἡμέραις ᾿Ασὰ ἡσύχασεν ἡ γῆ ᾿Ιούδα δέκα ἔτη, 1 Ο Αβιά απέθανε και έθαψαν αυτόν με τους προπάτοράς του εις την πόλιν του Δαυίδ, την Ιερουσαλήμ. Αντί δε αυτού έγινε βασιλεύς ο υιός του, ο Ασά. Κατά την εποχήν του Ασά το βασίλειον του Ιούδα έμενεν ήσυχον επί δέκα έτη. 1 Ο Ἀβιὰ ἀπέθανε καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ τὸν ἔθαψαν εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχος του ὁ Ἀσά, ὁ υἱός του. Κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς βασιλείας τοῦ Ἀσὰ ἡ χώρα τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ἀπήλαυσεν εἰρήνην ἐπὶ δέκα χρόνια.
2 καὶ ἐποίησε τὸ καλὸν καὶ τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ. 2 Αυτός έπραξε το ορθόν και ευάρεστον ενώπιον Κυρίου του Θεού του. 2 Ὁ Ἀσὰ ἔκαμε τὸ εὐάρεστον εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἔζησε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ του.
3 καὶ ἀπέστησε τὰ θυσιαστήρια τῶν ἀλλοτρίων καὶ τὰ ὑψηλὰ καὶ συνέτριψε τὰς στήλας καὶ ἐξέκοψε τὰ ἄλση 3 Αυτός απεμάκρυνε τα θυσιαστήρια των ξένων θεών, απηγόρευσε τους υψηλούς ειδωλολατρικούς τόπους, συνέτριψε τας ειδωλολατρικάς στήλας και κατέκαψε τα άλση των ειδώλων. 3 Ἀπεμάκρυνε τὰ θυσιαστήρια τῶν ξένων θεῶν καὶ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἱερά, ποὺ ἦσαν εἰς τὰ ὑψώματα τῆς χώρας του, καὶ συνέτριψε τὶς εἰδωλολατρικὲς στῆλες καὶ ἔκοψεν ἀπὸ τὴν ρίζαν τὰ βαθύσκια δάση, ποὺ οἱ εἰδωλολάτραι ἐθεωροῦσαν ἱερά (ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Κατέκοψε τὰ ξόανα καὶ σύμβολα τῆς θέας Ἀστάρτης, Ἀφροδίτης τῶν Χαναναίων).
4 καὶ εἶπε τῷ ᾿Ιούδᾳ ἐκζητῆσαι τὸν Κύριον Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν καὶ ποιῆσαι τόν νόμον καὶ τὰς ἐντολάς. 4 Διέταξεν επίσης τους Ιουδαίους να λατρεύουν Κυριον τον Θεόν των πατέρων των και να εφαρμόζουν τον Νομον αυτού και τας εντολάς του. 4 Ὁ Ἀσὰ παρεκίνησεν ἐπίσης τὸν λαὸν τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα νὰ ζητήσῃ μὲ πόθον πολὺν τὴν βοήθειαν καὶ προστασίαν τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων των, καὶ νὰ ἐφαρμόζῃ τὸν ἅγιον νόμον καὶ νὰ ὑπακούῃ εἰς τὶς ἐντολές του.
5 καὶ ἀπέστησεν ἀπὸ πασῶν πόλεων ᾿Ιούδα τὰ θυσιαστήρια καὶ τὰ εἴδωλα, καὶ εἰρήνευσε 5 Απεμάκρυνεν από όλας τας πόλστου βασιλείου του Ιούδα τα θυσιαστήρια και τα είδωλα. Ετσι δε το βασίλειον του Ιούδα είχε περίοδον ειρήνης. 5 Ἀκόμη ἀπεμάκρυνεν ἀπὸ ὅλες τὶς πόλεις τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα τὰ εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια καὶ τὰ εἴδωλα, καὶ ἔτσι ἡ χώρα του εἶχεν εἰρήνην κατὰ τὰ χρόνια τῆς βασιλείας του.
6 πόλεις τειχήρεις ἐν γῇ ᾿Ιούδα, ὅτι εἰρήνευσεν ἡ γῆ· καὶ οὐκ ἦν αὐτῷ πόλεμος ἐν τοῖς ἔτεσι τούτοις, ὅτι κατέπαυσε Κύριος αὐτῷ. 6 Εκτισε περιτειχισμένας οχυράς πόλεις εις την περιοχήν της φυλής του Ιούδα, διότι η χώρα ευρίσκετο εις ειρηνικήν περίοδον. Δεν υπήρχε πόλεμος κατά τα έτη αυτά, διότι ο Κυριος είχεν αναπαύσει αυτόν από τους πολέμους. 6 Ὁ Ἀσὰ ἐπανέκτισε πόλεις ὀχυρὲς εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, διότι ἡ χώρα ἀπελάμβανεν εἰρήνην. Δὲν ὑπῆρχε κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ πόλεμος, διότι ὁ Κύριος τὸν ἀνέπαυσεν ἀπὸ τοὺς πολέμους καὶ τοῦ ἐχάρισεν εἰρήνην.
7 καὶ εἶπε τῷ ᾿Ιούδᾳ· οἰκοδομήσωμεν τὰς πόλεις ταύτας καὶ ποιήσωμεν τείχη καὶ πύργους καὶ πύλας καὶ μοχλούς, ἐν ᾧ τῆς γῆς κυριεύσομεν, ὅτι καθὼς ἐξεζητήσαμεν Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ἐξεζήτησεν ἡμᾶς καὶ κατέπαυσεν ἡμᾶς κυκλόθεν καὶ εὐώδωσεν ἡμῖν. 7 Είπεν ο Ασά στους Ιουδαίους· “ας ανοικοδομήσωμεν αυτάς τας πόλεις, ας τας περιβάλωμεν με τείχη και επάνω εις τα τείχη ας κτίσωμεν πύργους, ας θέσωμεν πύλας και μοχλούς, εφ' όσον η χώρα ευρίσκεται υπό την κυριαρχίαν μας, διότι, όπως ημείς εζητήσαμεν και ελατρεύσαμεν Κυριον τον Θεόν μας, έτσι και ο Θεός ενδιεφέρθη δι' ημάς και μας ανέπαυσεν από τους κύκλω εχθρούς μας και κατευώδωσε τα έργα μας. 7 Ὁ Ἀσὰ εἶπεν εἰς τὸν λαὸν τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα: «Ἂς κτίσωμεν αὐτές τὶς πόλεις καὶ ἂς κατασκευάσωμεν γύρω - γύρω τείχη καὶ ἂς ὑψώσωμεν ἐπάνω εἰς τὰ τείχη πύργους καὶ ἂς κατασκευάσωμεν πύλες καὶ μοχλούς, ἐνόσῳ ἡ χώρα εἶναι ἰδική μας. Εἴμεθα δὲ κύριοι τῆς χώρας, διότι, ὅπως ἐμεῖς ἐζητήσαμεν μὲ πόθον πολὺν τὴν βοήθειαν καὶ προστασίαν τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων μας, ἔτσι καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἔθεσεν ὑπὸ τὴν προστασίαν του καὶ μᾶς ἀσφάλισε γύρω - γύρω ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας καὶ μᾶς ἔδωκε τὴν εὐτυχίαν, ὥστε ὅλα νὰ μᾶς ἔρχωνται δεξιά.
8 καὶ ἐγένετο δύναμις τῷ ᾿Ασὰ ὁπλοφόρων αἰρόντων θυρεοὺς καὶ δόρατα ἐν γῇ ᾿Ιούδα τριακόσιαι χιλιάδες καὶ ἐν γῇ Βενιαμὶν πελτασταὶ καὶ τοξόται διακόσιαι καὶ ὀγδοήκοντα χιλιάδες, πάντες οὗτοι πολεμισταὶ δυνάμεως. 8 Απέκτησε δε ο Ασά στρατιωτικήν δύναμιν ενόπλων ανδρών, που έφεραν μεγάλας ασπίδας και δόρατα από την φυλήν του Ιούδα τριακοσίας χιλιάδας· από δε την φυλήν του Βενιαμίν διακοσίας ογδοήκοντα χιλιάδας τοξότας και στρατιώτας, που έφεραν μικράς ασπίδας. Ολοι αυτοί ήσαν ισχυροί και έμπειροι δια τον πόλεμον. 8 Καὶ ὁ Ἀσὰ ἀπέκτησε στρατιωτικὴν δύναμιν τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ἀνδρῶν ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα, οἱ ὁποῖοι ἦσαν στρατιῶται ὡπλισμένοι μὲ μακρὲς ἀσπίδες, ποὺ ἐσκέπαζαν ὁλόκληρον τὸ σῶμα, καὶ δόρατα· ἀπὸ δὲ τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμὶν διακόσιες ὀγδόντα χιλιάδες (280.000) ἀνδρῶν, ποὺ ἔφεραν πέλτην (μικρὰν ἐλαφρὰν ἀσπίδα) καὶ ἦσαν ὡπλισμένοι μὲ τόξα. Ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν γενναῖοι, ἐκπαιδευμένοι καὶ ἐμπειροπόλεμοι.
9 καὶ ἐξῆλθεν ἐπ' αὐτοὺς Ζαρὲ ὁ Αἰθίοψ ἐν δυνάμει ἐν χιλίαις χιλιάσι καὶ ἅρμασι τριακοσίοις, καὶ ἦλθεν ἕως Μαρισά. 9 Εναντίον όμως αυτών εξεστράτευσεν από την Αιθιοπίαν ο Ζαρέ με στρατόν ένα εκατομμύριον και με τριακόσια πολεμικά άρματα. Αυτός έφθασεν έως την Μαρισά. 9 Ἐναντίον τοῦ στρατοῦ αὐτοῦ τοῦ Ἀσὰ ἐπετέθη ὁ Ζαρέ, ὁ Αἰθίοπας, μὲ στρατιωτικὴν δύναμιν ἐνὸς ἑκατομμυρίου (1.000.000) ἀνδρῶν καὶ τριακόσια (300) πολεμικὰ ἅρματα. Ἡ δύναμις αὐτὴ τοῦ Ζαρὲ εἰσεχώρησε καὶ προήλασε μέχρι τῆς Μαρισά.
10 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ασὰ εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ παρετάξατο πόλεμον ἐν τῇ φάραγγι κατὰ βορρᾶν Μαρισά. 10 Ο Ασά εξήλθεν εναντίον του εις πόλεμον και παρετάχθη δια την μάχην εις την κοιλάδα, η οποία ευρίσκετο προς βορράν της Μαρισά. 10 Ὁ Ἀσὰ ἐκινήθη εἰς πόλεμον ἐναντίον του καὶ παρετάχθη εἰς θέσιν μάχης εἰς τὴν κοιλάδα, ἡ ὁποία εὑρίσκετο εἰς τὰ βόρεια τῆς Μαρισά.
11 καὶ ἐβόησεν ᾿Ασὰ πρὸς ΚύριοΘεὸν αὐτοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, οὐκ ἀδυνατεῖ παρὰ σοὶ σώζειν ἐν πολλοῖς καὶ ἐν ὀλίγοις· κατίσχυσον ἡμᾶς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅτι ἐπὶ σοὶ πεποίθαμεν καὶ ἐπὶ τῷ ὀνόματί σου ἤλθομεν ἐπὶ τὸ πλῆθος τὸ πολὺ τοῦτο· Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, μὴ κατισχυσάτω πρός σε ἄνθρωπος. 11 Ο Ασά εβόησε προς Κυριον τον Θεόν του και είπε· “Κυριε, δεν είναι εις σε αδύνατον να μας σώσης με πολλούς και με ολίγους άνδρας μας. Ενίσχυσέ μας και τώρα, Κυριε ο Θεός ημών, διότι εις σε έχομεν στηρίξει τας ελπίδας μας και εν ονόματί σου ήλθομεν να αντιπαραταχθώμεν στο μέγα τούτο πλήθος των ανδρών. Κυριε, ο Θεός ημών, ας μη υπερισχύση ενώπιόν σου αυτός ο άνθρωπος”. 11 Κατόπιν ὁ Ἀσὰ προσηυχήθη δυνατὰ πρὸς τὸν Κύριον καὶ Θεόν του καὶ εἶπε: «Κύριε, εἰς σὲ δὲν εἶναι ἀδύνατον νὰ δίδῃς τὴν σωτηρίαν διὰ πολλῶν ἢ δι’ ὀλίγων ἀνδρῶν· μπορεῖς νὰ βοηθῇς ἕνα ἀδύνατον στρατὸν τόσον εὔκολα, ὅσον βοηθεῖς ἕνα ἰσχυρόν· ἀριθμοὶ καὶ δύναμις δὲν παίζουν κανένα ρόλον εἰς σέ, ὅταν θέλῃς νὰ βοηθήσῃς. Ἐνίσχυσέ μας λοιπὸν τώρα, Κύριε καὶ Θεέ μας, διότι εἰς σὲ ἐστηρίξαμεν ὅλην τὴν πεποίθησίν μας εἰς τὴν δύσκολον αὐτὴν περίστασιν καὶ μὲ πίστιν καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸ ὄνομά σου ἤλθαμε νὰ ἀντιμετωπίσωμεν καὶ νὰ πολεμήσωμεν τὴν μεγάλην αὐτὴν στρατιωτικὴν δύναμιν. Κύριε καὶ Θεέ μας, ἂς μὴ ἐπικρατήσῃ καὶ ἂς μὴ ὑπερισχύσῃ σοῦ τοῦ Θεοῦ καμμία ἀνθρωπίνη δύναμις».
12 καὶ ἐπάταξε Κύριος τοὺς Αἰθίοπας ἐναντίον ᾿Ιούδα, καὶ ἔφυγον Αἰθίοπες· 12 Ο Κυριος εκτύπησε και κατετρόπωσε τους Αιθίοπας ενώπιον του Ιούδα, ώστε οι Αιθίοπες ετράπησαν εις φυγήν. 12 Ὁ Κύριος ἐκτύπησε καὶ κατενίκησε τοὺς Αἰθίοπες ἐνώπιον τοῦ στρατοῦ τῶν Ἰουδαίων· καὶ οἱ Αἰθίοπες ἐτράπησαν εἰς φυγήν.
13 καὶ κατεδίωξεν αὐτοὺς ᾿Ασὰ καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ ἕως Γεδώρ, καὶ ἔπεσον Αἰθίοπες ὥστε μὴ εἶναι ἐν αὐτοῖς περιποίησιν, ὅτι συνετρίβησαν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐναντίον τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, καὶ ἐσκύλευσαν σκῦλα πολλά. 13 Ο Ασά τους κατεδίωξε μαζή με τον στρατόν του έως την Γεδώρ. Επεσαν δε τόσοι πολλοί από τους Αιθίοπας, ώστε δεν κατώρθωσαν πλέον να αναλάβουν δύναμιν, διότι συνετρίβησαν ενώπιον του Κυρίου και ενώπιον του στρατού του. Ο Ασά και ο στρατός του επήραν πολλά λάφυρα από τους νικηθέντας εχθρούς. 13 Ὁ δὲ Ἀσὰ καὶ ὁ στρατός του τοὺς κατεδίωξαν μέχρι τῆς Γεδώρ. Ἐφονεύθησαν δὲ τόσον πολλοὶ Αἰθίοπες, ὥστε ἦταν πλέον ἀδύνατον νὰ ἀνασυνταχθοῦν καὶ να πολεμήσουν, διότι κυριολεκτικὰ συνετρίβησαν ὁλοσχερῶς ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ τὸν στρατόν του. Ὁ Ἀσὰ καὶ ὁ στρατός του ἐπῆραν μεγάλες ποσότητα λαφύρων ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς των.
14 καὶ ἐξέκοψαν τὰς κώμας αὐτῶν κύκλῳ Γεδώρ, ὅτι ἐγενήθη ἔκστασις Κυρίου ἐπ' αὐτούς, καὶ ἐσκύλευσαν πάσας τὰς πόλεις αὐτῶν, ὅτι πολλὰ σκῦλα ἐγενήθη αὐτοῖς· 14 Οι Ιουδαίοι εν συνεχεία κατέλαβον τας κώμας, που υπήρχον γύρω από την Γεδώρ, διότι κατάπληξις εκ μέρους του Κυρίου έπεσεν εις τας πόλεις αυτάς. Ετσι οι Ιουδαίοι ελεηλάτησαν όλας αυτάς τας πόλεις, διότι υπήρχον πολλά λάφυρα εις αυτάς. 14 Ὁ Ἰουδαϊκὸς στρατὸς ἐκυρίευσε καὶ κατέστρεψεν ὅλες τὶς πόλεις, ποὺ ἦσαν γύρω ἀπὸ τὴν Γεδώρ, διότι ὁ λαὸς τῶν πόλεων ἐκυριεύθη ἀπὸ φρίκην καὶ τρόμον, ποὺ τοὺς ἐπροκάλεσε ὁ Κύριος. Ἔτσι οἱ Ἰουδαῖοι ἐλεηλάτησαν ὅλες τὶς πόλεις των, διότι αὐτὲς ὑπῆρχαν πολλὰ λάφυρα.
15 καί γε σκηνὰς κτήσεων, τοὺς ᾿Αλιμαζονεῖς, ἐξέκοψαν καὶ ἔλαβον πρόβατα πολλὰ καὶ καμήλους καὶ ἐπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 15 Κατέλαβον πολλά ποιμνιοστάσια, κατέβαλον τους Αλιμαζονείς, εξέκοψαν και παρέλαβον πολλά πρόβατα και καμήλους και επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ. 15 Ἐπίσης ὁ Ἰουδαϊκὸς στρατὸς ἐκυρίευσε καὶ κατέστρεψε τὰ ποιμνιοστάσια, ἐνίκησε τοὺς Ἀλιμαζονεῖς καὶ ἅρπαξε πολλὰ πρόβατα καὶ καμῆλες. Κατόπιν δὲ οἱ Ἰουδαῖοι στρατιῶται ἐπέστρεψαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.