Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐνίσχυσε Σαλωμὼν υἱὸς Δαυὶδ ἐπὶ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦμετ' αὐτοῦ καὶ ἐμεγάλυνεν αὐτὸν εἰς ὕψος. 1 Ο Σολομών, ο υιός του Δαυίδ, ενισχύθη και εστερεώθη εις την βασιλείαν του. Κυριος δε ο Θεός ήτο μαζή του, ο οποίος και τον εξύψωσε μεγάλως. 1 Ο Σολομών, ὁ υἱὸς τὸν Δαβίδ, ἰσχυροποιήθη καὶ ἐσταθεροποιήθη εἰς τὸ βασιλέων τοῦ, ὁ δὲ Κύριος καὶ Θεὸς τοῦ ἦταν μαζὶ τοῦ καὶ τὸν εὐλογοῦσε, τὸν καθιστοῦσε ὀλονὲν ἰσχυρότερον καὶ τὸν ἐδόξαζε πάρα πολύ.
2 καὶ εἶπε Σαλωμὼν πρὸς πάντα ᾿Ισραήλ, τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς ἑκατοντάρχοις καὶ τοῖς κριταῖς καὶ πᾶσι τοῖς ἄρχουσιν ἐναντίον ᾿Ισραὴλ τοῖς ἄρχουσι τῶν πατριῶν. 2 Ο Σολομών έδωσε τότε διαταγήν εις όλους τους Ισραηλίτας, στους χιλιάρχους, τους εκατοντάρχους, τους δικαστάς και εις όλους τους άλλους άρχοντας του ισραηλιτικού λαού και τους αρχηγούς των οικογενειών, να συγκεντρωθούν στο ύψωμα Γαβαών. 2 Καὶ ὁ Σολομὼν διέταξεν ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, τοὺς χιλιάρχους καὶ τοὺς ἑκατοντάρχους καὶ τοὺς δικαστὰς καὶ ὅλους τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν, τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν οἰκογενειῶν νὰ συγκεντρωθοῦν εἰς τὸ ὕψωμα τῆς Γαβαών.
3 καὶ ἐπορεύθη Σαλωμὼν καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία εἰς τὴν ὑψηλὴν τὴν ἐν Γαβαών, οὗ ἐκεῖ ἦν ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Θεοῦ, ἣν ἐποίησε Μωυσῆς παῖς Κυρίου ἐν τῇ ἐρήμῳ· 3 Εκεί μετέβη ο Σολομών, όπως και όλοι οι συγκεντρωθέντες, στο ύψωμα πλησίον της Γαβαών, όπου ευρίσκετο η Σκηνή του Μαρτυρίου του Θεού, την οποίαν είχε κατασκευάσει εις την έρημον ο Μωϋσής, ο δούλος του Θεού. 3 Ἔτσι ὁ Σολομὼν καὶ ὅλη ἡ συνάθροισις τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐπῆγε εἰς τὴν ὑψηλὴν τοποθεσίαν, ἡ ὁποία ἦταν (κοντά) εἰς τὴν Γαβαών, ὅπου εὑρίσκετο ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν κατεσκεύασεν ὁ Μωϋσῆς, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν ἔρημον.
4 ἀλλὰ κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ ἀνήνεγκε Δαυὶδ ἐκ πόλεως Καριαθιαρίμ, ὅτι ἡτοίμασεν αὐτῇ Δαυίδ, ὅτι ἔπηξεν αὐτῇ σκηνὴν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 4 Την Κιβωτόν όμως του Μαρτυρίου του Θεού είχε μεταφέρει ο Δαυίδ από την πόλιν Καριαθιαρίμ εις την Ιερουσαλήμ εις θέσιν, όπου είχε προηγουμένως ετοιμάσει, διότι εκεί είχε στήσει Σκηνήν δι' αυτήν. 4 (Ὅμως τὴν Κιβωτὸν τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Θεοῦ μετέφερεν ὁ Δαβὶδ ἀπὸ τὴν πόλιν Καριαθιαρὶμ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, εἰς τὸν τόπον, ποὺ εἶχε προετοιμάσει δι' αὐτὴν ὁ Δαβίδ, διότι ἐκεῖ ἔστησε δι’ αὐτὴν σκηνήν).
5 καὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ χαλκοῦν, ὃ ἐποίησε Βεσελεὴλ υἱὸς Οὐρίου, υἱοῦ ῎Ωρ, ἐκεῖ ἦν ἔναντι τῆς σκηνῆς Κυρίου, καὶ ἐξεζήτησεν αὐτὸ Σαλωμὼν καὶ ἡ ἐκκλησία, 5 Το δε χάλκινον θυσιαστήριον, το οποίον είχε κατασκευάσει ο Βεσελεήλ ο υιός του Ουρίου υιού του Ωρ, ευρίσκετο εκεί εις την Γαβαών απέναντι από την Σκηνήν του Μαρτυρίου. Προς το θυσιαστήριον αυτό επορεύθησαν ο Σολομών και όλη η συγκέντρωσις, δια να προσφέρουν επάνω εις αυτό θυσίαν. 5 Ἐπίσης εἰς τὸ ὕψωμα τῆς Γαβαὼν εὑρίσκετο καὶ τὸ χάλκινον θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, τὸ ὁποῖον κατεσκεύασε βάσει θείου σχεδίου ὁ Βεσελεήλ, ὁ υἱὸς τοῦ Οὐρίου καὶ ἐγγονὸς τοῦ Ὤρ. Τὸ θυσιαστήριον ἐκεῖνο εὑρίσκετο ἐμπρὸς εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου, ἡ ὁποία ἦταν στημένη εἰς τὸ ὕψωμα τῆς Γαβαών. Ἐκεῖ ἐπῆγαν ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν καὶ ὅλη ἡ συνάθροισις τῶν Ἰσραηλιτῶν, διὰ νὰ προσφέρουν θυσίαν εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν λατρεύσουν.
6 καὶ ἤνεγκε Σαλωμὼν ἐκεῖ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ χαλκοῦν ἐνώπιον Κυρίου τὸ ἐν τῇ σκηνῇ καὶ ἤνεγκεν ἐπ' αὐτῷ ὁλοκαύτωσιν χιλίαν. 6 Ο Σολομών προσέφερε πράγματι στο χαλκούν αυτό θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, που ευρίσκετο ενώπιον του Κυρίου εκεί εις την Σκηνήν, προσέφερεν επάνω εις αυτό χίλια ζώα ως ολοκαυτώματα. 6 Καὶ ὁ Σολομὼν προσέφερεν ἐκεῖ, ἐπάνω εἰς τὸ χάλκινον θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων τῆς Γαβαών, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἐμπρὸς εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ ἑπομένως ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, χίλια ζῶα ὡς θυσίαν ὁλοκαυτώσεως.
7 ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ὤφθη Θεὸς τῷ Σαλωμὼν καὶ εἶπεν αὐτῷ· αἴτησαι τί σοι δῶ. 7 Την επομένην νύκτα παρουσιάσθη ο Θεός στον Σολομώντα και του είπε· “ζήτησέ μου, τι θέλεις να σου δώσω”. 7 Ἐκεῖ εἰς τὴν Γαβαὼν παρουσιάσθη τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸν Σολομῶντα, ἐνῷ ἐκοιμᾶτο, ὁ Θεὸς μὲ θεῖον καὶ ἱερὸν καὶ ὑπερφυσικὸν ὄνειρον καὶ τοῦ εἶπε: Ζήτησέ μου τί θὰ ἤθελες νὰ σοῦ δώσω».
8 καὶ εἶπε Σαλωμὼν πρὸς τὸν Θεόν· σὺ ἐποίησας μετὰ Δαυὶδ τοῦ πατρός μου ἔλεος μέγα καί ἐβασίλευσάς με ἀντ' αὐτοῦ· 8 Ο Σολομών απήντησε προς τον Θεόν· “Συ έδειξες προς τον πατέρα μου, τον Δαυίδ, την μεγάλην σου αγαθότητα και καλωσύνην και ώρισες να βασιλεύσω εγώ, αντί εκείνου. 8 Καὶ ὁ Σολομὼν ἀπάντησε πρὸς τὸν Θεόν: «Σὺ ἔδειξες πάντοτε πολλὴν καλωσύνην καὶ ἐφέρθης μὲ μεγάλην συγκατάβασιν καὶ σταθερὰν ἀγάπην πρὸς τὸν Δαβίδ, τὸν πατέρα μου, καὶ μὲ ἀνεκήρυξες ὡς διάδοχόν του εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον.
9 καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεός, πιστωθήτω δὴ τὸ ὄνομά σου ἐπὶ Δαυὶδ τὸν πατέρα μου, ὅτι σὺ ἐβασίλευσάς με ἐπὶ λαὸν πολύν, ὡς ὁ χοῦς τῆς γῆς· 9 Και τώρα, Κυριε ο Θεός, ας εκπληρωθή η κατά πάντα αξιόπιστος υπόσχεσίς σου προς τον Δαυίδ, τον πατέρα μου, διότι συ με ανέδειξες βασιλέα εις λαόν τόσον πολυάριθμον, όσος είναι ο κονιορτός της γης. 9 Τώρα λοιπόν, Κύριε καὶ Θεέ, ἂς ἐκπληρωθῇ, σὲ παρακαλῶ, ἡ ὑπόσχεσις, τὴν ὁποίαν ἔδωκες πρὸς τὸν Δαβίδ, τὸν πατέρα μου· διότι σὺ μὲ ἀνεκήρυξες καὶ ὤρισες νὰ βασιλεύσω εἰς λαὸν τόσον πολυάριθμον καὶ ἀναρίθμητον, ὅπως τὸ χῶμα τῆς γῆς.
10 νῦν σοφίαν καὶ σύνεσιν δός μοι, καὶ ἐξελεύσομαι ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τούτου καὶ εἰσελεύσομαι, ὅτι τίς κρινεῖ τὸν λαόν σου τὸν μέγαν τοῦτον; 10 Δος μου, λοιπόν, σε παρακαλώ σοφίαν και σύνεσιν, δια να αναστρέφομαι συνετώς εν μέσω του λαού αυτού και να τον κυβερνώ όπως πρέπει, διότι ποιός άνθρωπος, χωρίς την ιδικήν σου βοήθειαν, ημπορεί να κυβερνά ορθώς τον πρλυάριθμον αυτόν λαόν σου;” 10 Τώρα λοιπόν, Κύριε, δῶσε μου, σὲ παρακαλῶ, σοφίαν, ἡ ὁποία εἶναι δῶρον τῆς θείας παιδαγωγίας σου, καὶ σύνεσιν καὶ φρόνησιν, ὥστε νὰ γνωρίζω πῶς νὰ ἀναστρέφωμαι καὶ νὰ συμπεριφέρωμαι εἰς τὴν ζωήν μου μεταξὺ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καὶ πῶς νὰ τὸν κυβερνῶ· διότι πῶς ἀλλιῶς ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ διοικῇ ὅπως πρέπει καὶ νὰ κρίνῃ τὸν τόσον πολυάριθμον αὐτὸν λαόν σου;»
11 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Σαλωμών· ἀνθ' ὧν ἐγένετο τοῦτο ἐν τῇ καρδίᾳ σου καὶ οὐκ ᾐτήσω πλοῦτον χρημάτων οὐδὲ δόξαν οὐδὲ τὴν ψυχὴν τῶν ὑπεναντίων καὶ ἡμέρας πολλὰς οὐκ ᾐτήσω, καὶ ᾔτησας σεαυτῷ σοφίαν καὶ σύνεσιν, ὅπως κρίνῃς τὸν λαόν μου, ἐφ' ὃν ἐβασίλευσά σε ἐπ' αὐτόν, 11 Ο Θεός απήντησε προς τον Σολομώντα· “επειδή τέτοια συνετή και αξιέπαινος επιθυμία εγενήθη εις την καρδίαν σου και δεν εζήτησες πλούτη χρημάτων ούτε δόξαν, ούτε την ζωήν των εχθρών σου, ούτε μακροζωΐαν ιδικήν σου δεν εζήτησες, αλλά εζήτησες δια τον εαυτόν σου σοφίαν και σύνεσιν με τον σκοπόν να κυβερνάς και να κατευθύνης τον λαόν μου, επάνω στον οποίον εγώ σε κατέστησα βασιλέα, 11 Καὶ ὁ Θεὸς ἀπάντησε εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ Σολομῶντος: «Ἐπειδὴ ἐπεθύμησες κάτι τὸ πνευματικὸν καὶ ὄχι ὑλικὸν μὲ τὴν καρδιά σου καὶ ἔκαμες ἔτσι σωστὴν ἐκλογὴν καὶ δὲν ἐζήτησες πλούτη καὶ θησαυρούς, οὔτε δόξαν, οὔτε τὸν θάνατον τῶν ἐχθρῶν σου, οὔτε ἐζήτησες πολλὰ χρόνια ζωῆς, ἀλλ’ ἐζήτησες διὰ τὸν ἑαυτόν σου σοφίαν καὶ φρόνησιν, διὰ νὰ διοικῇς καὶ νὰ κρίνῃς τὸν λαόν μου, εἰς τὸν ὁποῖον σὲ ὥρισα νὰ βασιλεύῃς,
12 τὴν σοφίαν καὶ τὴν σύνεσιν δίδωμί σοι καὶ πλοῦτον καὶ χρήματα καὶ δόξαν δώσω σοι, ὡς οὐκ ἐγενήθη ὅμοιός σοι ἐν τοῖς βασιλεῦσι τοῖς ἔμπροσθέν σου, καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἔσται οὕτως. 12 δίδω εις σε αυτήν την σοφίαν και την σύνεσιν. Επί πλέον θα σου δώσω και πλούτη και χρήματα και δόξαν, τόσα πολλά, όσα κανείς ποτέ βασιλεύς προηγουμένως από σε δεν ανεδείχθη όμοιός σου, ούτε και έπειτα από σε θα αναδειχθή άλλος όμοιος προς σέ”. 12 σοῦ δίδω τὴν σοφίαν καὶ τὴν γνῶσιν, τὴν ὀξυδέρκειαν καὶ τὴν φρόνησιν. Θὰ σοῦ δώσω ὅμως ἐπίσης καὶ πλούτη καὶ χρήματα καὶ δόξαν, τόσον πολλά, ὥστε δὲν ὑπῆρξε ποτὲ πρὶν ἀπὸ σὲ ἄλλος βασιλιᾶς μεταξὺ τῶν βασιλέων ὅμοιός σου, ἀλλ’ οὔτε καὶ θὰ παρουσιασθῇ ποτὲ μετὰ ἀπὸ σὲ ἄλλος ἰσάξιος σου».
13 καὶ ἦλθε Σαλωμὼν ἐκ βαμὰ τῆς ἐν Γαβαὼν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ πρὸ προσώπου τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου καὶ ἐβασίλευσεν ἐπὶ ᾿Ισραήλ. 13 Επειτα ο Σολομών επέστρεψεν από το υψωμα εκείνο της Γαβαών εις την Ιερουσαλήμ εμπρός εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου και έγινεν ο βασιλεύς στον ισραηλιτικόν λαόν. 13 Καὶ ὁ Σολομὼν ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν ὑψηλὴν τοποθεσίαν τῆς Γαβαὼν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐνώπιον τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἀπὸ τὴν Γαβαών, ἀπ’ ἔμπροσθεν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα) καὶ ἔγινε ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
14 Καὶ συνήγαγε Σαλωμὼν ἅρματα καὶ ἱππεῖς, καὶ ἐγένοντο αὐτῷ χίλια καὶ τετρακόσια ἅρματα καὶ δώδεκα χιλιάδες ἱππέων· καὶ κατέλιπεν αὐτὰ ἐν πόλεσι τῶν ἁρμάτων, καὶ ὁ λαὸς μετὰ τοῦ βασιλέως ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 14 Ο Σολομών συνεκέντρωσε πολεμικά άρματα και ιππείς, ώστε έφθασε να έχη χίλια τετρακόσια άρματα και δώδεκα χιλιάδες ιππείς. Αφήκε δε αυτά εις ειδικσς πόλεις, εις τας πόλεις των πολεμικών αρμάτων, ενώ ο στρατός ευρίσκετο μαζή με τον βασιλέα εις την Ιερουσαλήμ. 14 Κατόπιν ὁ Σολομὼν συνεκέντρωσε πολεμικὰ ἅρματα καὶ ἰππεῖς· ἀπέκτησε δὲ χίλια τετρακόσια (1.400) πολεμικὰ ἅρματα καὶ δώδεκα χιλιάδες (12.000) ἱππεῖς. Αὐτὰ τὰ ἐτοποθέτησεν εἰς τὶς πόλεις τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων, ὁ δὲ στρατὸς εὑρίσκετο εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὸν βασιλιᾶ.
15 καὶ ἔθηκεν ὁ βασιλεὺς τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ὡς λίθους, καὶ τὰς κέδρους ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ ὡς συκαμίνους τὰς ἐν τῇ πεδινῇ εἰς πλῆθος. 15 Απέκτησε δε ο βασιλεύς τόσον πολύ αργύριον και χρυσίον εις την Ιερουσαλήμ, ωσάν τους λίθους, και τόσας πολλάς κέδρους εις όλην την Ιουδαίαν, ωσάν τις συκαμινιές που υπάρχουν πολυάριθμοι εις την πεδιάδα. 15 Καὶ ὁ Σολομὼν ἔκαμεν, ὥστε κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βασιλείας του τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ νὰ αὐξηθοῦν τόσον πολύ, ὥστε νὰ γίνουν κοινὰ καὶ συνηθισμένα ὅπως οἱ πέτρες· ἐπίσης τὰ κέδρινα ξύλα ἦσαν τόσον ἄφθονα, ὅπως οἱ πολυάριθμες κοινές, συνήθεις μουριὲς εἰς τὴν πεδιάδα (τῶν Φιλισταίων).
16 καὶ ἡ ἔξοδος τῶν ἵππων Σαλωμὼν ἐξ Αἰγύπτου, καὶ ἡ τιμὴ τῶν ἐμπόρων τοῦ βασιλέως· ἐμπορεύεσθαι ἠγόραζον. 16 Επί πλέον ο Σολομών έκαμνε διαμετακομιστικόν εμπόριον ίππων από την Αίγυπτον πους άλλας χώρας. Οι έμποροι του βασιλέως επλήρωναν αυτούς και τους μετεπώλουν έπειτα εις άλλας αγοράς. 16 Ἐπίσης ὁ Σολομὼν ἀνέλαβε τὴν ἐξαγωγὴν καὶ τὴν ἐμπορίαν ἵππων ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, οἱ δὲ ἔμποροι τοῦ βασιλιᾶ ἐπλήρωναν τὴν ἀξίαν τῶν ἵππων, τοὺς ἀγόραζαν καὶ τοὺς ἐμπορεύοντο (τοὺς ἐπωλοῦσαν ἀλλοῦ).
17 καὶ ἀνέβαινον καὶ ἐξῆγον ἐξ Αἰγύπτου ἅρμα ἓν ἑξακοσίων ἀργυρίου καὶ ἵππον πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἀργυρίου· καὶ οὕτω πᾶσι τοῖς βασιλεῦσι τῶν Χετταίων καὶ τοῖς βασιλεῦσι Συρίας ἐν χερσὶν αὐτῶν ἔφερον. 17 Οι έμποροι ήρχοντο και εξήγον από την Αίγυπτον άρματα και ίππους και επωλούσαν ένα πολεμικόν άρμα αντί εξακοσίων αργυρών σίκλων, ένα δε ίππον αντί εκατόν πενήντα αργυρών σίκλων. Από δε την Ιουδαίαν οι έμποροι αυτοί μεταπωλούσαν αυτά εις όλους τους βασιλείς των Χετταίων και τους βασιλείς της Συρίας. 17 Οἱ ἔμποροι τοῦ βασιλιᾶ ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔκαμναν ἐξαγωγὴν τῶν ἵππων ἐρχόμενοι δὲ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἐπωλοῦσαν ἕνα πολεμικὸν ἅρμα ἀντὶ ἑξακοσίων (600) ἀργυρῶν σίκλων καὶ ἕνα ἴππον ἀντὶ ἑκατὸν πενῆντα (150) ἀργυρῶν σίκλων. Ἔτσι ἐγίνετο ἡ μεταπώλησις ἁρμάτων καὶ ἵππων ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν πρὸς ὅλους τοὺς βασιλεῖς τῶν Χετταίων καὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς Συρίας.