Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 (ΚΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἔστη διάβολος ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐπέσεισε τὸν Δαυὶδ τοῦ ἀριθμῆσαι τὸν ᾿Ισραήλ. 1 Ο διάβολος όμως εισεχώρησεν στον ισραηλιτικόν λαόν και παρεκίνησε τον Δαυίδ να κάμη αρίθμησιν του λαού. 1 Τότε ὁ διάβολος εἰσεχώρησεν εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ ἔλαβε στάσιν ἐχθρικὴν ἐναντίον του· εἰσηγήθη εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν παρεκίνησε νὰ ἀριθμήσῃ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
2 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ πρὸς ᾿Ιωὰβ καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως· πορεύθητε, ἀριθμήσατε τὸν ᾿Ισραὴλ ἀπὸ Βηρσαβεὲ καὶ ἕως Δὰν καὶ ἐνέγκατε πρός με, καὶ γνώσομαι τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν. 2 Είπε τότε ο βασιλεύς Δαυίδ προς τον αρχιστράτηγον, τον Ιωάβ, και προς τους άλλους αρχηγούς του στρατού· “πηγαίνετε και κάμετε αρίθμησιν του ισραηλιτικού λαού, από της Βηρσαβεέ μέχρι της Δαν. Φέρετέ μου το αποτέλεσμα της καταγραφής αυτής, δια να μάθω τον αριθμόν όλων των Ισραηλιτών”. 2 Ἔτσι ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ εἶπε πρὸς τὸν ἀρχιστράτηγον Ἰωὰβ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους στρατιωτικοὺς ἀρχηγούς: «Πηγαίνετε καὶ ἀριθμήσατε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τὴν πόλιν Βηρσαβεέ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ νοτιώτερον ἄκρον τοῦ βασιλείου, μέχρι τὴν πόλιν Δάν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ βορειοτερον ἄκρον, καὶ φέρετε τὸ σύνολον τῆς ἀπογραφῆς εἰς ἐμέ, διὰ νὰ μάθω πόσος εἶναι ὁ ἀριθμός του Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ».
3 καὶ εἶπεν ᾿Ιωάβ· προσθείη Κύριος ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ, ὡς αὐτοὶ ἑκατονταπλασίως, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως βλέποντες· πάντες τῷ κυρίῳ μου παῖδες· ἱνατί ζητεῖ κύριός μου τοῦτο; ἵνα μὴ γένηται εἰς ἁμαρτίαν τῷ ᾿Ισραήλ. 3 Ο Ιωάβ είπε προς τον βασιλέα· “είθε Κυριος ο Θεός να αυξήση τον ισραηλιτικόν λαόν, να τον κάμη εκατονταπλάσιον από ο,τι είναι σήμερα. Τα δε μάτια του βασιλέως μας είθε να ίδουν αυτήν την αύξησιν. Ολοι ημείς είμεθα δούλοι στον κύριόν μου και θα τον υπακούσωμεν. Αλλά διατί ο κύριός μου ζητεί αυτήν την αρίθμησιν; Εγώ φρονώ ότι δεν πρέπει να γίνη, δια να μη αποβή εις αμαρτίαν και τιμωρίαν του ισραηλιτικού λαού”. 3 Ὁ Ἰωὰβ ἀπάντησε: «Εἴθε ὁ Κύριος νὰ αὐξήσῃ τὸν λαόν του κατὰ ἑκατὸν φορὲς περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι εἶναι τώρα· καὶ τὰ μάτια τοῦ κυρίου μου, τοῦ βασιλιᾶ, νὰ βλέπουν τὴν αὔξησιν αὐτὴν καὶ νὰ χαίρωνται! Ὅλοι εἴμεθα δοῦλοι καὶ ὑποτελεῖς εἰς τὸν κύριόν μου. Διατὶ ὅμως ὁ κύριός μου, ὁ βασιλιᾶς, ζητεῖ νὰ κάμῃ τὴν ἀπογραφὴν αὐτήν; Δὲν πρέπει νὰ γίνῃ ἡ ἀπογραφὴ αὐτή, διότι τοῦτο εἶναι ἁμαρτία, ἡ ὁποία θὰ ἔχῃ ὡς συνέπειαν τὴν τιμωρίαν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ».
4 τὸ δὲ ρῆμα τοῦ βασιλέως ἴσχυσεν ἐπὶ ᾿Ιωάβ, καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωὰβ καὶ διῆλθεν ἐν παντὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ἦλθεν εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 4 Ο λόγος όμως του βασιλέως υπερίσχυσεν υπέρ την πρότασιν του Ιωάβ. Ο δε Ιωάβ υπακούων εξήλθεν από το βασιλικόν ανάκτορον, επέρασεν από όλον τον ισραηλιτικόν λαόν, τον ηρίθμησε και επέστρεψε κατόπιν εις την Ιερουσαλήμ. 4 Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις ὅμως αὐτές, ἡ γνώμη τοῦ βασιλιᾶ ἐπεκράτησε τελικῶς τῶν ἀπόψεων τοῦ Ἰωάβ. Ἔτσι ὁ Ἰωὰβ ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ ἀνάκτορον τοῦ Δαβὶδ καὶ ἐπέρασεν ἀπὸ ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, τὸν ἀρίθμησε καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
5 καὶ ἔδωκεν ᾿Ιωὰβ τὸν ἀριθμὸν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ λαοῦ τῷ Δαυίδ, καὶ ἦν πᾶς ᾿Ισραὴλ χίλιαι χιλιάδες καὶ ἑκατὸν χιλιάδες ἀνδρῶν ἐσπασμένων μάχαιραν καὶ υἱοὶ ᾿Ιούδα τετρακόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν ἐσπασμένων μάχαιραν. 5 Ο Ιωάβ παρέδωκε τον αριθμόν της καταγραφής στον Δαυίδ. Ευρέθη ότι όλοι οι Ισραηλίται άνδρες ήσαν ένα εκατομμύριον εκατόν χιλιάδες, ικανοί να χειρίζωνται την μάχαιραν. Από δε την φυλήν του Ιούδα ήσαν τετρακόσιοι εβδομήκοντα χιλιάδες άνδρες, επίσης ικανοί να χειρίζωνται την μάχαιραν. 5 Καὶ ὁ ἀρχιστράτηγος Ἰωὰβ παρέδωκε τὸν συνολικὸν ἀριθμὸν τῆς ἀπογραφῆς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ εἰς τὸν Δαβίδ. Ὁ ἀριθμὸς ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀνδρῶν (ποὺ ἐκατοικοῦσαν εἰς τὸ βόρειον τμῆμα τοῦ βασιλείου) ἀνήρχετο εἰς ἕνα ἑκατομμύριον ἑκατὸν χιλιάδες (1.100.000)· οἱ ἄνδρες αὐτοὶ ἠμποροῦσαν νὰ κρατοῦν καὶ νὰ χειρίζωνται τὴν μάχαιραν (τὸ σπαθί)· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἄνδρες (ποὺ ἑκατοικοῦσαν εἰς τὸ νότιον τμῆμα τοῦ βασιλείου) ἦσαν τετρακόσιες ἑβδομῆντα χιλιάδες (470.000)· αὐτοὶ ἠμποροῦσαν νὰ κρατοῦν καὶ νὰ χειρίζωνται τὴν μάχαιραν.
6 καὶ τὸν Λευὶ καὶ τὸν Βενιαμὶν οὐκ ἠρίθμησεν ἐν μέσῳ αὐτῶν, ὅτι κατίσχυσε λόγος τοῦ βασιλέως τὸν ᾿Ιωάβ. 6 Τους Λευίτας όμως και τους άνδρας της φυλής Βενιαμίν δεν κατέγραψε μεταξύ των άλλων φυλών ο Ιωάβ, διότι ο βασιλεύς του είχε δώσει σχετικήν διαταγήν. 6 Ὁ Ἰωὰβ ὅμως δὲν ἀρίθμησε μεταξὺ τῶν ἄλλων φυλῶν τοὺς ἀπογόνους τοῦ Λευῒ καὶ τοῦ Βενιαμίν, παρ’ ὅλον ὅτι ἡ γνώμη τοῦ βασιλιᾶ ἐπεκράτησε τῶν ἀντιρρήσεων τοῦ Ἰωάβ.
7 καὶ πονηρὸν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ πράγματος τούτου, καὶ ἐπάταξε τὸν ᾿Ισραήλ. 7 Η αρίθμησις όμως αυτή εφάνη ως πράξις κακή ενώπιον του Θεού, ο οποίος και δια τούτο εκτύπησε τον ισραηλιτικόν λαόν. 7 Ἡ ἀπογραφὴ ὅμως αὐτὴ ἐφάνη ἔργον πολὺ κακὸν εἰς τὸν Θεόν, τὸν δυσηρέστησε καὶ διὰ τοῦτο ἐκτύπησε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
8 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν Θεόν· ἡμάρτηκα σφόδρα, ὅτι ἐποίησα τὸ πρᾶγμα τοῦτο· καὶ νῦν περίελε δὴ τὴν κακίαν παιδός σου, ὅτι ἐματαιώθην σφόδρα. 8 Ο Δαυίδ είπε τότε προς τον Θεόν· “ημάρτησα πάρα πολύ, διότι έκαμα την πράξιν αυτήν. Και τώρα σε παρακαλώ απάλειψε και σβήσε αυτήν την κακίαν του δούλου σου, διότι ενήργησα κατά ένα πολύ ανόητον και ματαιόδοξον τρόπον”. 8 Ὁ δὲ Δαβὶδ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἐλέγχων τῆς συνειδήσεώς του εἶπε συντετριμμένος εἰς τὸν Θεόν: «Διέπραξα πολὺ μεγάλην ἁμαρτίαν, μὲ τὸ νὰ κάμω τὴν ἀπογραφὴν αὐτήν. Ἀλλὰ τώρα ἀφαίρεσε καὶ συγχώρησε, σὲ παρακαλῶ, τὴν ἀνομίαν καὶ ἀδικίαν τοῦ δούλου σου, διότι ἐφήνηκα πολὺ ἀσύνετος καὶ μωρός».
9 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Γὰδ τὸν ὁρῶντα λέγων· 9 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Γαδ τον προφήτην, και του είπε· 9 Τότε ὁ Κύριος ἐμίλησε πρὸς τὸν προφήτην Γὰδ καὶ τοῦ εἶπε:
10 πορεύου καὶ λάλησον πρὸς Δαυὶδ λέγων· οὕτω λέγει Κύριος· τρία αἱρῶ ἐγὼ ἐπὶ σέ, ἔκλεξαι σεαυτῷ ἓν ἐξ αὐτῶν καὶ ποιήσω σοι. 10 “πήγαινε στον Δαυίδ και είπε προς αυτόν· Αυτά λέγει ο Κυριος· τρεις τιμωρίας εγώ κρατώ εις τα χέρια μου εναντίον σου. Εκλεξε δια τον εαυτόν σου μίαν από αυτάς και εγώ αυτήν θα στείλω”. 10 «Πήγαινε εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτόν: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Τρία πράγματα ἐδιάλεξα ἐγώ, ὁ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων, καὶ τὰ προτείνω εἰς σέ· τώρα διάλεξε σὺ διὰ τὸν ἑαυτόν σου ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ κανω».
11 καὶ ἦλθε Γὰδ πρὸς Δαυὶδ καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὕτως λέγει Κύριος· ἔκλεξαι σεαυτῷ 11 Ο Γαδ ήλθε προς τον Δαυίδ και του είπε· “αυτά λέγει ο Κυριος. Διάλεξε δια τον εαυτόν σου 11 Ὁ Γὰδ ἦλθεν εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ τοῦ εἶπεν: «Ἔτσι λέγει ὁ Κύριος: «Διάλεξε διὰ τὸν ἑαυτόν σου
12 ἢ τρία ἔτη λιμοῦ, ἢ τρεῖς μῆνας φεύγειν σε ἐκ προσώπου ἐχθρῶν σου καὶ μάχαιραν ἐχθρῶν σου τοῦ ἐξολοθρεῦσαι, ἢ τρεῖς ἡμέρας ρομφαίαν Κυρίου καὶ θάνατον ἐν τῇ γῇ καὶ ἄγγελος Κυρίου ἐξολοθρεύων ἐν πάσῃ κληρονομίᾳ ᾿Ισραήλ· καὶ νῦν ἰδὲ τί ἀποκριθῶ τῷ ἀποστείλαντί με λόγον. 12 η τρία έτη πείνας η τρεις μήνες φυγήν προ των εχθρών σου, οι οποίοι με τας μαχαίρας των θα εξολοθρεύουν τον λαόν, η τρεις ημέρας θα ίδης την ρομφαίαν του Κυρίου επί του λαού, θανατικό εις την χώραν σου, διότι άγγελος Κυρίου θα εξολοθρεύη ανθρώπους από τον λαόν του Ισραήλ. Και τώρα σκέψου και είπέ μου, ποίαν απάντησιν θα δώσω στον Θεόν, ο οποίος με έστειλεν”. 12 ἢ τρία ἔτη πείνας· ἢ νὰ σὲ καταδιώκουν οἱ ἐχθροί σου ἐπὶ τρεῖς μῆνες καὶ σὺ νὰ φεύγῃς ἀπ’ ἐμπρός των πανικόβλητος, ἐνῷ ἡ μάχαιρα τῶν ἐχθρῶν σου θὰ σὲ προφθάνῃ καὶ θὰ ἐξολοθρεύῃ τὸν στρατόν σου· ἢ τρεῖς ἡμέρες, κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ ρομφαία τοῦ Κυρίου θὰ θερίζῃ καὶ ὁ θάνατος θὰ βασιλεύῃ εἰς τὴν χώραν σου, διότι ἄγγελος Κυρίου θὰ ἐξολοθρεύῃ τὸν λαὸν εἰς ὅλην τὴν περιοχήν, ποὺ ἐδόθη ὡς κληρονομία εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν». Τώρα λοιπὸν σκέψου καὶ ἀποφάσισε ποίαν ἀπὸ τὶς τρεῖς τιμωρίες προτιμᾷς, ὥστε νὰ ἀπαντήσω καὶ ἐγὼ εἰς τὸν Θεόν, ποὺ μὲ ἀπέστειλεν».
13 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Γάδ· στενά μοι καὶ τὰ τρία σφόδρα· ἐμπεσοῦμαι δὴ εἰς χεῖρας Κυρίου, ὅτι πολλοὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ σφόδρα, καὶ εἰς χεῖρας ἀνθρώπων οὐ μὴ ἐμπέσω. 13 Ο Δαυίδ απήντησε προς τον Γαδ· “μεγάλη και κατάπικρος η στενοχωρία μου και δια τα τρία αυτά. Προτιμώ όμως να παραδοθώ εις τα χέρια του Κυρίου μου, διότι το έλεός του είναι μέγα και να μη πέσω εις τα χέρια των ανθρώπων”. 13 Ὁ Δαβὶδ ἀπάντησε εἰς τὸν Γάδ: «Εἶναι πάρα πολὺ πιεστικά, φοβερὰ καὶ στενόχωρα καὶ τὰ τρία αὐτά, ποὺ μοῦ προτείνεις. Εἶναι ὅμως προτιμότερον νὰ πέσω εἰς τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τιμωρηθῶ ἀπ' εὐθείας ἀπὸ Ἐκεῖνον, διότι εἶναι πάρα πολλοὶ οἱ οἰκτιρμοί του καὶ μεγάλη ἡ εὐσπλαγχνία του, καὶ νὰ μὴ πέσω εἰς τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων.
14 καὶ ἔδωκε Κύριος θάνατον ἐν ᾿Ισραήλ, καὶ ἔπεσον ἐξ ᾿Ισραὴλ ἑβδομήκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν. 14 Ετσι ο Κυριος έστειλε θάνατον εναντίον των Ισραηλιτών και απεθαναν από τον λαόν του Ισραήλ εβδομήκοντα χιλιάδες άνδρες. 14 Ἔστειλε δὲ ὁ Κύριος θανατηφόρον (λοιμικὴν) ἀσθένειαν εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ ἀπέθαναν ἀπὸ αὐτὴν ἑβδομῆντα χιλιάδες (70.000) ἄνδρες.
15 καὶ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς ἄγγελον εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τοῦ ἐξολοθρεῦσαι αὐτήν. καὶ ὡς ἐξωλόθρευσεν, εἶδε Κύριος καὶ μετεμελήθη ἐπὶ τῇ κακίᾳ καὶ εἶπε τῷ ἀγγέλῳ τῷ ἐξολοθρεύοντι· ἱκανούσθω σοι, ἄνες τὴν χεῖρά σου· καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐν τῷ ἅλῳ ᾿Ορνὰ τοῦ ᾿Ιεβουσαίου. 15 Εν συνεχεία ο Θεός έστειλε τον ελοθρευτήν άγγελον εις την Ιερουσαλήμ, δια να εξολοθρεύση και αυτήν. Οταν δε ο άγγελος εσκόρπισεν εναντίον της τον όλεθρον, ο Κυριος ελυπήθη και μετεμελήθη δια την καταστροφήν αυτήν και είπεν στον εξολοθρευτήν άγγελον· “φθάνει έως εδώ. Απόσυρε τώρα το χέρι σου”. Κατά την στιγμήν εκείνην ο άγγελος του Κυρίου ευρίσκετο στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου. 15 Κατόπιν ὁ Θεὸς ἀπέστειλεν ἐξολοθρευτὴν ἄγγελον εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ ἐξολοθρεύσῃ καὶ τοὺς ἰδικούς της κατοίκους. Καθὼς ὅμως ὁ ἄγγελος ἐξωλόθρευεν, ὁ Κύριος εἶδε τὴν φθορὰν ποὺ ἐγίνετο, ἐλυπήθη καὶ μετέβαλεν ἀπόφασιν διὰ τὴν πανωλεθρίαν καὶ εἶπεν εἰς τὸν ἐξολοθρευτὴν ἄγγελον: «Φθάνῃ τώρα! ἕως ἐδῶ! Κράτησε πιὰ τὸ χέρι σου καὶ μὴ συνεχίζῃς!» Ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου εὑρίσκετο ἐκείνην τὴν στιγμὴν εἰς τὸ ἁλῶνι τοῦ Ὀρνὰ τοῦ Ἰεβουσαίου
16 καὶ ἐπῇρε Δαυὶδ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδε τὸν ἄγγελον Κυρίου ἑστῶτα ἀνὰ μέσον τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἡ ρομφαία αὐτοῦ ἐσπασμένη ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ ἐκτεταμένη ἐπὶ ῾Ιερουσαλήμ· καὶ ἔπεσε Δαυὶδ καὶ οἱ πρεσβύτεροι περιβεβλημένοι ἐν σάκκοις ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν. 16 Ο Δαυίδ εσήκωσε τα μάτια του και είδε τον εξολοθρευτήν άγγελον, να ίσταται μεταξύ ουρανού και γης. Η ρομφαία του ήτο ανεσπασμένη εις τα χέρια του και απλωμένη εναντίον της Ιερουσαλήμ. Τοτε ο Δαυίδ και οι πρεσβύτεροι του ισραηλιτικού λαού, φορούντες τα σάκκινα ενδύματα της μετανοίας των, έπεσαν κάτω με το πρόσωπον αυτών εις την γην. 16 Ὁ Δαβὶδ ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἄγγελον τοῦ Κυρίου νὰ στέκη μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς· καὶ ἡ ρομφαία τοῦ ἀγγέλου ἦταν γυμνὴ εἰς τὸ χέρι του καὶ ἀπλωμένη ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ. Τότε ὁ Δαβὶδ καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ντυμένοι μὲ τὰ χονδρὰ σάκκινα ἐνδύματα τῆς μετανοίας, ἔπεσαν μπρούμυτα εἰς τὴν γῆν.
17 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν Θεόν· οὐκ ἐγὼ εἶπα τοῦ ἀριθμῆσαι ἐν τῷ λαῷ; καὶ ἐγώ εἰμι ὁ ἁμαρτών, κακοποιῶν ἐκακοποίησα, καὶ ταῦτα τὰ πρόβατα τί ἐποίησαν; Κύριε ὁ Θεός, γενηθήτω ἡ χείρ σου ἐν ἐμοὶ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου καὶ μὴ ἐν τῷ λαῷ σου εἰς ἀπώλειαν, Κύριε. 17 Είπεν ο Δαυίδ προς τον Θεόν· “εγώ δεν είμαι εκείνος, που διέταξα να γίνη αυτή η αρίθμησις του λαού; Εγώ είμαι ο διαπράξας την αμαρτίαν αυτήν, ο παρασυρθείς εις την μεγάλην αυτήν κακίαν. Αυτά τα πρόβατα, οι άνδρες του Ισοαηλ, τι κακόν έκαμαν; Ω Κυριε και Θεέ μου, ας πέση η τιμωρός δεξιά σου εναντίον μου και εναντίον του πατρικού μου οίκου και όχι εις καταστροφήν εναντίον του λαού σου, Κυριε”. 17 Καὶ ὁ Δαβὶδ συντετριμμένος εἶπεν εἰς τὸν Θεόν: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἐκεῖνος, ποὺ διέταξα νὰ γίνῃ ἡ ἀρίθμησις τοῦ λαοῦ; Ἐγὼ λοιπὸν ἁμάρτησα, ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος, ποὺ ἔπραξα πράγματι αὐτὸ τὸ κακόν, Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως αὐτοί, ποὺ εἶναι τὰ πρόβατα, τί ἁμαρτίαν ἔκαμαν καὶ τιμωροῦνται; Κύριε καὶ Θεέ μου, ἂς πέσῃ τὸ χέρι σου, ποὺ τιμωρεῖ, ἐπάνω μου καὶ εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ πατέρα μου· καὶ ἂς μὴ πέσῃ τὸ τιμωρὸν χέρι σου διὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ λαοῦ σου, Κύριε!»
18 καὶ ἄγγελος Κυρίου εἶπε τῷ Γὰδ τοῦ εἰπεῖν πρὸς Δαυίδ, ἵνα ἀναβῇ τοῦ στῆσαι θυσιαστήριον Κυρίῳ ἐν ἅλῳ ᾿Ορνὰ τοῦ ᾿Ιεβουσαίου. 18 Ο άγγελος του Κυρίου είπε προς τον Γαδ, να διατάξη τον Δαυίδ να ανεβή στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου και εκεί να κατασκευάση θυσιαοτήριον δια τον Κυριον. 18 Κατόπιν ὁ ἄγγελος Κυρίου παρήγγειλεν εἰς τὸν προφήτην Γὰδ νὰ εἰπῇ εἰς τὸν Δαβίδ, νὰ ἀνέβη εἰς τὸ ἁλῶν τοῦυ Ὀρνὰ τοῦ Ἰεβουσαίου, διὰ νὰ κτίσῃ ἐκεῖ θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου.
19 καὶ ἀνέβη Δαυὶδ κατὰ τὸν λόγον Γάδ, ὃν ἐλάλησεν ἐν ὀνόματι Κυρίου. 19 Αμέσως ο Δαυίδ σύμφωνα με την εντολήν αυτήν του Γαδ, την οποίαν του είχε δώσει εν ονόματι του Κυρίου, ανέβη στο αλώνι του Ορνά. 19 Ὁ Δαβὶδ ἀνέβη ἀμέσως, ὅπως ἀκριβῶς τοῦ εἶπεν ὁ Γάδ, σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελίαν, ποὺ τοῦ ἔδωκεν ἐξ ὀνόματος τοῦ Κυρίου.
20 καὶ ἐπέστρεψεν ᾿Ορνὰ καὶ εἶδε τὸν βασιλέα καὶ τέσσαρας υἱοὺς αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ μεθαχαβίν· καὶ ᾿Ορνὰ ἦν ἁλοῶν πυρούς. 20 Ο Ορνά εγύρισε τα μάτια του και είδε τον βασιλέα να έρχεται. Τον είδαν και οι τέσσαρες υιοί του, που ήσαν μαζή του, και εκρύβησαν. Ο Ορνά κατά την ημέραν εκείνην αλώνιζε σιτάρι στο αλώνι του. 20 Καὶ ὁ Ὀρνὰ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του καὶ εἶδε τὸν βασιλιᾶ να ἀνεβαίνῃ πρὸς τὸ ἁλῶνι. Τὸν εἶδαν καὶ οἱ τέσσερις υἱοί του, ποὺ ἦσαν μαζί του, καὶ ἐκρύβησαν. (Κατὰ τὸ Ἑβραϊκὸν κείμενον: Καὶ ὁ Ὀρνὰ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του, καὶ ὅταν εἶδε τὸν ἄγγελον, οἱ τέσσερις υἱοί του, ποὺ ἦσαν μαζί του, ἐκρύβησαν). Τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ Ὀρνὰ ἁλώνιζε στάχια εἰς τὸ ἁλῶνι του.
21 καὶ ἦλθε Δαυὶδ πρὸς ᾿Ορνά, καὶ ᾿Ορνὰ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς ἅλω καὶ προσεκύνησε τῷ Δαυὶδ τῷ προσώπῳ ἐπὶ τὴν γῆν. 21 Ο Δαυίδ ήλθε προς τον Ορνά, ο Ορνά εξήλθεν από το αλώνι του, έσκυψε το πρόσωπόν του εις την γην και επροσκύνησε τον Δαυίδ. 21 Ὁ Δαβὶδ ἦλθε πρὸς τὸν Ὀρνά, ὁ δὲ Ὀρνὰ ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ ἁλῶνι καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Δαβὶδ μὲ τὸ πρόσωπόν του εἰς τὴν γῆν.
22 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς ᾿Ορνά· δός μοι τὸν τόπον σου τῆς ἅλω, καὶ οἰκοδομήσω ἐπ᾿ αὐτῷ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ· ἐν ἀργυρίῳ ἀξίῳ δός μοι αὐτόν, καὶ παύσεται ἡ πληγὴ ἐκ τοῦ λαοῦ. 22 Είπεν ο Δαυίδ προς τον Ορνά· “δος μου τον τόπον αυτόν του αλωνιού σου, διότι εγώ θα οικοδομήσω επάνω εις αυτό θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου. Δος μου αυτόν τον τόπον και εγώ θα καταβάλω όσον αργύριον αξίζει. Ετσι δε θα καταπαύση το θανατικό του ισραηλιτικού λαού”. 22 Καὶ ὁ Δαβὶδ εἶπε πρὸς τὸν Ὀρνά: «Δῶσε μου τὸν τόπον σου αὐτόν, ποὺ εὑρίσκεται τὸ ἁλῶνι, καὶ ἐγὼ θὰ κτίσω εἰς τὸν τόπον αὐτὸν θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Δῶσε μου τὸν χῶρον αὐτὸν εἰς τὴν πλήρη καὶ πραγματικὴν ἀξίαν του εἰς ἄργυρον, διὰ νὰ σταματήσῃ ἔτσι ἀπὸ τὸν λαὸν ἡ συμφορά, ποὺ ἔστειλεν ὁ Θεός».
23 καὶ εἶπεν ᾿Ορνὰ πρὸς Δαυίδ· λαβὲ σεαυτῷ, καὶ ποιησάτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τὸ ἀγαθὸν ἐναντίον ἑαυτοῦ· ἰδὲ δέδωκα τοὺς μόσχους εἰς ὁλοκαύτωσιν καὶ τὸ ἄροτρον εἰς ξύλα καὶ τὸν σῖτον εἰς θυσίαν, τὰ πάντα δέδωκα. 23 Ο Ορνά απήντησε προς τον Δαυίδ· “πάρε ιδικόν σου τον τόπον αυτόν, και ο κύριός μου ο βασιλεύς ας χρησιμοποιήση αυτόν, όπως αυτός νομίζει καλόν. Ιδού σου δίδω και τα βόϊδια μου, δια να τα προσφέρης θυσίαν ολοκαυτώματος. Το άροτρον ως ξύλα δια την πυράν του θυσιαστηρίου και τον σίτον του αλωνιού μου ως αναίμακτον θυσίαν προς τον Κυριον. Ολα σου τα δίδω δωρεάν”. 23 Ὁ Ὀρνὰ ἀπάντησε εἰς τὸν Δαβίδ: «Πάρε τὸν τόπον αὐτὸν διὰ τὸν ἑαυτόν σου· καὶ ἂς κάμῃ ὁ κύριός μου ὁ βασιλιᾶς αὐτό, ποὺ ὁ ἴδιος νομίζει καλύτερον. Κύτταξέ· σοῦ δίδω τὰ μοσχάρια, διὰ νὰ προσφερθοῦν ὡς θυσία ὁλοκαυτώσεως, καὶ τὸ ἀλέτρι, διὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν τὰ ξύλα ὡς καύσιμα ὑλικά, καὶ τὸ σιτάρι τοῦ ἁλωνιοῦ, διὰ νὰ προσφερθῇ ὡς εἰρηνικὴ θυσία. Σοῦ τὰ προσφέρω ὅλα δωρεάν!»
24 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ τῷ ᾿Ορνά· οὐχί, ὅτι ἀγοράζων ἀγοράσω ἐν ἀργυρίῳ ἀξίῳ, ὅτι οὐ μὴ λάβω ἅ ἐστί σοι Κυρίῳ τοῦ ἀνανέγκαι ὁλοκαύτωσιν δωρεὰν Κυρίῳ. 24 Ο βασιλεύς Δαυίδ απήντησεν στον Ορνά· “δεν δέχομαι την δωρεάν. Επιμένω να αγοράσω τον τόπον αυτόν και θα καταβάλω την αξίαν του εις αργύριον. Δεν θα δεχθώ αυτά, που ανήκουν εις σέ, δια να τα προσφέρω δωρεάν ολοκαύτωμα προς τον Κυριον”. 24 Ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ ἀπάντησε εἰς τὸν Ὀρνά: «Ὄχι δὲν τὰ δέχομαι δωρεάν. Ἐπιμένω νὰ ἀγοράσω τὸ ἁλῶνι εἰς τὴν πλήρη καὶ πραγματικὴν ἀξίαν του εἰς ἂρυγρον· καὶ δὲν θὰ δεχθῶ νὰ πάρω ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἶναι περιουσία ἰδική σου, διὰ νὰ τὰ προσφέρω ὡς θυσίαν ὁλοκαυτώσεως εἰς τὸν Κύριον δωρεάν· ὡς κάτι, ποὺ δὲν μοῦ ἐστοίχισε τίποτε».
25 καὶ ἔδωκε Δαυὶδ τῷ ᾿Ορνὰ ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ σίκλους χρυσίου ὁλκῆς ἑξακοσίους. 25 Ο Δαυίδ επέμενε και έδωσεν στον Ορνά δια τον τόπον αυτόν εξακοσίους χρυσούς σίκλους ζυγισμένους. 25 Ἔτσι ὁ Δαβὶδ ἔδωκεν εἰς τὸν Ὀρνὰ διὰ τὴν ἀξίαν τοῦ τόπου του ἑξακοσίους (600) χρυσοῦς σίκλους ζυγισμένους.
26 καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Δαυὶδ θυσιαστήριον Κυρίῳ καὶ ἀνήνεγκεν ὁλοκαυτώματα καὶ σωτηρίου· καὶ ἐβόησε πρὸς Κύριον, καὶ ἐπήκουσεν αὐτῷ ἐν πυρὶ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τῆς ὁλοκαυτώσεως καὶ κατηνάλωσε τὴν ὁλοκαύτωσιν. 26 Οικοδόμησεν εκεί ο Δαυίδ θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου και προσέφερε θυσίαν ολοκαυτωμάτων και θυσίας σωτηρίου, και εβόησε με θερμήν την πίστιν προς τον Κυριον. Ο δε Κυριος ήκουσε την προσευχήν αυτού και έστειλεν από τον ουρανόν πυρ επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και έκαυσε τα ολοκαυτώματα αυτά. 26 Ἔκτισε δὲ ἐκεῖ ὁ Δαβὶδ θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου καὶ προσέφερεν ἐκεῖ θυσίες ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσίες σωτηρίου (εἰρηνικές). Ὁ Δαβὶδ προσηυχήθη μὲ δυνατὴν φωνὴν πρὸς τὸν Κύριον καὶ ὁ Κύριος ἄκουσε τὴν προσευχήν του καὶ τοῦ ἀπάντησε μὲ φωτιά, ποὺ ἔστειλεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, καὶ κατέκαυσε τὴν θυσίαν τῶν ὁλοκαυτωμάτων.
27 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς τὸν ἄγγελον, καὶ κατέθηκε τὴν ρομφαίαν εἰς τὸν κολεὸν αὐτῆς. 27 Διέταξε κατόπιν ο Κυριος τον εξοθρευτήν άγγελον και επανέθεσε την ρομφαίαν του εις την θήκην της. 27 Τότε ὁ Κύριος διέταξε τὸν ὀλοθρευτὴν ἄγγελον καὶ ἔβαλε τὴν ρομφαίαν του εἰς τὴν θήκην της.
28 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐν τῷ ἰδεῖν τὸν Δαυὶδ ὅτι ἐπήκουσεν αὐτῷ Κύριος ἐν ἅλῳ ᾿Ορνὰ τοῦ ᾿Ιεβουσαίου, καὶ ἐθυσίασεν ἐκεῖ. 28 Κατά τον καιρόν εκείνον, όταν ο Δαυίδ είδεν ότι ο Κυριος ήκουσε την προσευχήν του στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου, προσέφερεν εκεί και άλλας θυσίας. 28 Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὅταν ὁ Δαβὶδ εἶδεν ὅτι ὁ Κύριος ἄκουσε καὶ ἐδέχθη τὴν προσευχήν του εἰς τὸ ἁλῶνι τοῦ Ὀρνὰ τοῦ Ἰεβουσαίου, προσέφερεν ἐκεῖ καὶ ἄλλες θυσίες.
29 καὶ σκηνὴ Κυρίου, ἣν ἐποίησε Μωυσῆς ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐν Βαμὰ ἐν Γαβαών· 29 Κατά την εποχήν εκείνην η Σκηνή του Κυρίου, την οποίαν είχε κατασκευάσει ο Μωυσής εις την έρημον, όπως και το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, ευρίσκοντο εις ένα υψωμα της πόλεως Γαβαών. 29 Διότι ἡ Σκηνή (τοῦ Μαρτυρίου) τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποίαν κατεσκεύασεν ὁ Μωϋσῆς εἰς τὴν ἔρημον, καὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων εὑρίσκοντο τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εἰς ὑψηλὸν τόπον τῆς πόλεως Γαβαών.
30 καὶ οὐκ ἐδύνατο Δαυὶδ τοῦ πορευθῆναι ἔμπροσθεν αὐτοῦ τοῦ ζητῆσαι τὸν Θεόν, ὅτι οὐ κατέσπευσεν ἀπὸ προσώπου τῆς ρομφαίας ἀγγέλου Κυρίου. 30 Ο Δαυίδ δεν ημπορούσε να μεταβή στο μέρος τούτο, όπου ευρίσκετο η Σκηνή, δια να ζητήση με θυσίας το έλεος του Κυρίου, διότι εφοβείτο την απειλητικήν ρομφαίαν του Θεού. 30 Ἀλλά ὁ Δαβὶδ δὲν ἠμποροῦσε νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Γαβαών, ὅπου εὑρίσκοντο ἡ Σκηνὴ καὶ τὸ θυσιαστήριον, διὰ νὰ συμβουλευθῇ τὸν Θεὸν καὶ νὰ θυσιάση εἰς αὐτόν, διότι τὸν ἐμπόδιζε καὶ τὸν ἐφόβιζεν ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου μὲ τὴν ρομφαίαν του.