Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 (ΙΘ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀνήγγειλεν ᾿Αχαὰβ τῇ ᾿Ιεζάβελ γυναικὶ αὐτοῦ πάντα, ἃ ἐποίησεν ᾿Ηλιού, καὶ ὡς ἀπέκτεινε τοὺς προφήτας ἐν ρομφαίᾳ. 1 Ο Αχαάβ, όταν έφθασεν στο ανάκτορόν του, εγνωστοποίησεν εις την σύζυγόν του την Ιεζάβελ όλα, όσα θαυματουργικώς έκαμεν ο Ηλιού, όπως επίσης και το ότι εθανάτωσε με ρομφαίαν τους προφήτας των ειδώλων. 1 Ο βασιλιᾶς Ἀχαὰβ ἀνεκοίνωσεν εἰς τὴν Ἰεζάβελ, τὴν γυναῖκα του, ὅλα ὅσα ἔκαμεν ὁ προφήτης Ἠλίας, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ πῶς ὁ Ἠλίας ἐφόνευσε τοὺς ἱερεῖς - προφῆτες τῶν εἰδώλων μὲ τὸ ξίφος.
2 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιεζάβελ πρὸς ᾿Ηλιοὺ καὶ εἶπεν· εἰ σὺ εἶ ᾿Ηλιοὺ καὶ ἐγὼ ᾿Ιεζάβελ, τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ὅτι ταύτην τὴν ὥραν αὔριον θήσομαι τὴν ψυχήν σου καθὼς ψυχὴν ἑνὸς ἐξ αὐτῶν. 2 Η Ιεζάβελ, κυριευθείσα από οργήν, έστειλεν ανθρώπους της προς τον Ηλίαν και του είπεν· “όσον είναι αλήθεια ότι συ είσαι ο Ηλιού και εγώ είμαι η Ιεζάβελ, ας με τιμωρήση ο Θεός με τας βαρυτέρας τιμωρίας, εάν αυτήν την ώραν αύριον δεν παραδώσω την ζωήν σου εις θάνατον, ωσάν ενός εξ αυτών που συ εθανάτωσες”. 2 Τότε ἡ Ἰεζάβελ γεμᾶτη ἀπὸ θυμὸν ἔστειλεν ἀπεσταλμένον εἰς τὸν Ἠλίαν, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπεν ἐκ μέρους της: «Ὅπως εἶναι βέβαιον ὅτι σὺ εἶσαι ὁ προφήτης Ἠλίας καὶ ἐγὼ εἶμαι ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, ἔτσι εἴθε νὰ μὲ τιμωρήσῃ ὁ Θεός (κατ' ἄλλην γραφήν: Οἱ θεοί) καὶ εἴθε νὰ μοῦ προσθέσῃ καὶ ἄλλες ἀκόμη χειρότερες τιμωρίες καὶ συμφορές, ἐὰν ἀθετήσω τὴν ὑπόσχεσίν μου καὶ ἂν αὔριον τὴν ἰδίαν ὥραν δὲν παραδώσω τὴν ζωήν σου εἰς θάνατον, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαμες καὶ σὺ εἰς κάθε ἕνα ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς - προφῆτες τῶν εἰδώλων».
3 καὶ ἐφοβήθη ᾿Ηλιοὺ καὶ ἀνέστη καὶ ἀπῆλθε κατὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ ἔρχεται εἰς Βηρσαβεὲ γῆν ᾿Ιούδα καὶ ἀφῆκε τὸ παιδάριον αὐτοῦ ἐκεῖ· 3 Ο Ηλίας εφοβήθη. Εσηκώθη και έφυγεν από εκεί και κατηυθύνετο, όπου η φοβισμένη καρδιά του τον ωθούσε. Εφθασεν εις την Βηρσαβεέ, πόλιν της φυλής του Ιούδα. Εκεί δε αφήκε τον υπηρέτην του. 3 Εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς παραγγελίας αὐτῆς τῆς Ἰεζάβελ ἐφοβήθη ὁ προφήτης Ἠλίας καὶ ἐσηκώθη καὶ ἔφυγεν, ὅπου τὸν ἔσπρωχνε ἡ ἐσωτερικὴ δύναμις τῆς ψυχῆς του. Ἔφθασεν εἰς τὴν πόλιν Βηρσαβεέ, ἡ ὁποία ἀνῆκεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα, καὶ ἐκεῖ ἀφῆκε τὸν ὑπηρέτην του.
4 καὶ αὐτὸς ἐπορεύθη ἐν τῇ ἐρήμῳ ὁδὸν ἡμέρας καὶ ἦλθε καὶ ἐκάθισεν ὑποκάτω Ραθμὲν καὶ ᾐτήσατο τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀποθανεῖν καὶ εἶπεν· ἱκανούσθω νῦν, λαβὲ δὴ τὴν ψυχή μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, Κύριε, ὅτι οὐ κρείσσων ἐγώ εἰμι ὑπὲρ τοὺς πατέρας μου. 4 Ο Ηλίας επροχώρησεν στο εσωτερικόν της ερήμου, δρόμον μιας ημέρας, ήλθε και εκάθισεν υποκάτω από ένα φυτόν, που ωνομάζετο Ραθμέν (αρκευθος), και εζήτησεν από τον Θεόν να αποθάνη λέγων· “αρκετά έως τώρα έζησα. Παρε, Κυριε, από εμέ την ψυχήν μου, διότι εγώ δεν είμαι καλύτερος από τους προγόνους μου”. 4 Ὁ ἴδιος ὅμως ἐπροχώρησε βαθύτερα εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἀφοῦ ἐβάδισε δρόμον μιᾶς ἡμέρας (ἑπτὰ περίπου ὡρῶν), ἔφθασε καὶ ἐκάθισε κάτω ἀπὸ ἕνα φυτόν, ποὺ ὀνομάζεται Ραθμέν (ἄρκευθος, κέδρος). Ἑξαντλημένος ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ τὸν κόπον τῆς πορείας καὶ πιεζόμενος ἀπὸ τὴν θλῖψιν καὶ τὴν βαρυθυμίαν ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ἀποθάνῃ καὶ εἶπεν: «Ἀρκετὰ ἐκοπίασα καὶ ἐκακοπάθησα· πάρε λοιπὸν τώρα τὴν ζωήν μου, Κύριε, διότι ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀνώτερος καὶ καλύτερος ἀπὸ τοὺς προπάτορές μου».
5 καὶ ἐκοιμήθη καὶ ὕπνωσεν ἐκεῖ ὑπὸ φυτόν, καὶ ἰδού τις ἥψατο αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάστηθι καὶ φάγε· 5 Αποκαρδιωμένος δε και βαρύθυμος έπεσε και εκοιμήθη εκεί κάτω από το δένδρον. Αίφνης κάποιος τον ήγγισεν και του είπε· “σήκω και φάγε”. 5 Ὁ Ἠλίας κουρασμένος καὶ λυπημένος ἐκοιμήθη καὶ ἔπεσεν εἰς ὕπνον βαθὺν κάτω ἀπὸ τὸ φυτὸν Ραθμέν. Ἀλλὰ νά· ἔξαφνα κάποιος τὸν ἄγγιξε καὶ τοῦ εἶπε: «Σήκω καὶ φάγε».
6 καὶ ἐπέβλεψεν ᾿Ηλιού, καὶ ἰδοὺ πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ ἐγκρυφίας ὀλυρίτης καὶ καψάκης ὕδατος· καὶ ἀνέστη καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε. καὶ ἐπιστρέψας ἐκοιμήθη. 6 Ο Ηλίας εξύπνησεν, ήνοιξε τα μάτια του και είδεν προς το μέρος, που ανεπαύετο η κεφαλή του, ψημένην κριθίνην λαγάναν και δοχείον με νερό. Εσηκώθη, έφαγε, έπιε και εκοιμήθη πάλιν. 6 Ὁ Ἠλίας ἐξύπνησεν, ἐκύτταξε γύρω καὶ νά· κοντὰ εἰς τὴν κεφαλήν του εὑρίσκετο μία κριθαρένια λαγάνα ψημένη (κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: Ἐπάνω εἰς ζεστὲς πέτρες) καὶ μία πήλινη κανάτα μὲ νερό. Ὁ Ἠλίας ἐσηκώθη καὶ ἔφαγε καὶ ἤπιε. Κατόπιν δὲ ἐκοιμήθη πάλιν.
7 καὶ ἐπέστρεψεν ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐκ δευτέρου καὶ ἥψατο αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάστα φάγε, ὅτι πολλὴ ἀπὸ σοῦ ἡ ὁδός. 7 Ο άγγελος επανήλθε δια δευτέραν φοράν, ήγγισεν αυτόν και του είπε· “σήκω και φάγε, διότι είναι πολύς ακόμη ο δρόμος, που θα κάμης”. 7 Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου ἦλθε διὰ δευτέραν φοράν, τὸν ἄγγιξε καὶ τοῦ εἶπε: «Σήκω καὶ φάγε, διότι ὁ δρόμος ποὺ ἔχεις νὰ βαδίσῃς, τὸ ταξίδι ποὺ ἔχεις ἀκόμη νὰ κάμῃς, εἶναι μεγάλο καὶ κουραστικό».
8 καὶ ἀνέστη καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε· καὶ ἐπορεύθη ἐν ἰσχύϊ τῆς βρώσεως ἐκείνης τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἕως ὄρους Χωρήβ. 8 Ο Ηλίας εσηκώθη, έφαγε και έπιε. Με την δύναμιν δε της τροφής εκείνης εβάδισεν επί τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, έως ότου έφθασεν στο όρος Χωρήβ. 8 Ὁ Ἠλίας ἐσηκώθη καὶ ἔφαγε καὶ ἤπιε. Καὶ μὲ τὴν δύναμιν τῆς τροφῆς ἐκείνης ἐβάδισε σαράντα ἡμέρες καὶ σαράντα νύχτες, μέχρις ὅτου ἔφθασεν εἰς τὸ ὅρος Χωρήβ.
9 καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ εἰς τὸ σπήλαιον καὶ κατέλυσεν ἐκεῖ· καὶ ἰδοὺ ρῆμα Κυρίου πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε· τί σὺ ἐνταῦθα, ᾿Ηλιού; 9 Εισήλθεν εις ένα εκεί σπήλαιον, όπου και έμεινε. Και ιδού, ο Κυριος ωμίλησε προς αυτόν και είπε· “διατί συ, Ηλιού, ευρίσκεσαι εδώ;” 9 Εἰς τὸ Χωρὴβ ἐμπῆκε εἰς ἕνα σπήλαιον καὶ ἐγκατεστάθη ἐκεῖ. Καὶ νά· ἔξαφνα λόγος Κυρίου κατέφθασεν εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Τί κάνεις ἐδῶ; Πῶς ἐδῶ, Ἠλία;»
10 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιού· ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι, ὅτι ἐγκατέλιπόν σε οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν ἐν ρομφαίᾳ, καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν. 10 Ο Ηλίας απήντησε· “πλημμυρίζει η καρδία μου από φλογερόν ζήλον δια σέ, τον Κυριον και Παντοκράτορα, διότι οι Ισραηλίται σε εγκατέλειψαν. Τα θυσιαστήριά σου τα κατέσκαψαν, τους δε προφήτας σου εφόνευσαν με ρομφαίαν. Ετσι δε έχω απομείνει εγώ εντελώς μόνος, οι δε εχθροί σου ζητούν να αφαιρέσουν και την δίκην μου ζωήν”. 10 Ὁ Ἠλίας ἀπάντησε: «Ζῆλος ἱερὸς καὶ φλογερός, ἀγανάκτησις ἱερὰ καὶ μεγάλη ἔχει κυριεύσει τὴν ψυχήν μου διὰ Σέ, τὸν παντοκράτορα Κύριον. Πονῶ καὶ ἀγανακτῶ πολύ, διότι οἱ Ἰσραηλῖται ἀθέτησαν τὴν διαθήκην σου καὶ σὲ ἐγκατέλειψαν· τὰ θυσιαστήριά σου τὰ κατέστρεψαν καὶ τοὺς προφῆτες σου τοὺς ἐφόνευσαν μὲ ξίφος· καὶ ἐγώ, μόνον ἐγώ, ἔχω μείνει ὁλομόναχος. Ζητοῦν δὲ νὰ ἀφαιρέσουν καὶ τὴν ἰδικήν μου ζωήν!»
11 καὶ εἶπεν· ἐξελεύσῃ αὔριον καὶ στήσῃ ἐνώπιον Κυρίου ἐν τῷ ὄρει· ἰδοὺ παρελεύσεται Κύριος, καὶ ἰδοὺ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος· 11 Είπε προς αυτόν ο Θεός· “αύριον να εξέλθης από το σπήλαιον και να σταθής ενώπιον του Κυρίου στο όρος· και ιδού, θα περάση εκεί ο Κυριος”. Ετσι και έγινε. Αίφνης ισχυρότατος άνεμος έπνευσε, που διέλυε όρη και συνέτριβε πέτρας, αλλά δεν υπήρχεν ο Κυριος μέσα στον σφοδρόν άνεμον. Επειτα από τον άνεμον έγινε σεισμός μεγάλος, αλλά ούτε μέσα στον σεισμόν υπήρχεν ο Κυριος. 11 Καὶ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶπεν εἰς τὸν Ἠλίαν: «Νὰ βγῇς αὔριον ἀπὸ τὸ σπήλαιον καὶ νὰ σταθῇς ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον εἰς τὸ ὅρος. Καὶ νά· ἔξαφνα θὰ περάσῃ ἀπὸ ἐμπρός σου ὁ Κύριος. Τοῦτο θὰ γίνῃ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον: Θὰ φυσήξῃ ἔξαφνα θύελλα μεγάλη καὶ ἰσχυρή, ποὺ διαλύει ὄρη καὶ κατακομματιάζει πέτρες ἐνώπιον τοῦ Κυρίου· ἀλλ’ ὁ Κύριος δὲν θὰ εἶναι εἰς τὴν φοβερὰν ἐκείνην θύελλαν. Μετὰ τὴν θύελλαν θὰ ἀκολουθήσῃ σεισμός· ἀλλ' ὁ Κύριος δὲν θὰ εἶναι οὔτε εἰς τὸν σεισμόν.
12 καὶ μετὰ τὸν συσσειμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος. 12 Επειτα από τον σεισμόν ήλθε πυρ. Ούτε μέσα στο πυρ υπήρχεν ο Κυριος. Επειτα από το πυρ ηκούσθη φωνή αύρας λεπτής και δροσεράς. Εκεί υπήρχεν ο Κυριος. 12 Μετὰ τὸν σεισμὸν θὰ ἀκολουθήσῃ φωτιά· ἀλλὰ δὲν θὰ εἶναι οὔτε εἰς τὴν φωτιὰ ὁ Κύριος. Μετὰ τὴν φωτιὰ θὰ ἀκολουθήσῃ ὁ ἁπαλὸς ψίθυρος λεπτῆς, δροσερῆς καὶ σιγαλῆς αὔρας· ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ Κύριος».
13 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ᾿Ηλιού, καὶ ἐπεκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν τῇ μηλωτῇ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε καὶ ἔστη ὑπὸ σπήλαιον· καὶ ἰδοὺ πρὸς αὐτὸν φωνὴ καὶ εἶπε· τί σὺ ἐνταῦθα ᾿Ηλιού; 13 Οταν ο Ηλίας ήκουσε και είδεν αυτό, εκάλυψεν από σεβασμόν και φόβον τα πρόσωπόν του με την μηλωτήν. Εξήλθε και εστάθη κάτω από το σπήλαιον. Και ιδού πάλιν ο Θεός τον η ρώτησε· “διατί ευρίσκεσαι εδώ, Ηλία;” 13 Συνέβη δὲ τοῦτο: Ὅταν ὁ Ἠλίας ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἐσκέπασεν ἀπὸ φόβον καὶ βαθὺν σεβασμὸν τὸ πρόσωπόν του μὲ τὸν μανδύαν τὸν καμωμένον ἀπὸ δέρμα προβάτου, τὸν ὁποῖον ἐφοροῦσε, καὶ ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ σπήλαιον καὶ ἐστάθη εἰς τὴν εἴσοδόν του. Καὶ νά· ἔξαφνα ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ τὸν ἐρώτησε καὶ πάλιν: «Τί κάνεις ἐδῶ; Πῶς ἐδῶ, Ἠλία;»
14 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιού· ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι, ὅτι ἐγκατέλιπον τὴν διαθήκην σου οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· καὶ τὰ θυσιαστήριά σου καθεῖλαν καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν ἐν ρομφαίᾳ, καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν. 14 Ο δε Ηλίας απήντησε· “φλογερύς ζήλος πλημμυρίζει την καρδίαν μου προς χάριν σου, του Θεού του παντοκράτορος. Πονώ, διότι οι Ισραηλίται εγκατέλιπον την διαθήκην σου. Κατέσκαψαν και εκρήμνισαν τα θυσιαστήριά σου. Εφόνευσαν με ρομφαίαν τους προφήτας σου. Εγώ δε εντελώς μόνος έχω απομείνει. Αλλά ζητούν και την ίιδικήν μου ζωήν να αφαιρέσουν”. 14 Ὁ Ἠλίας ἀπάντησε: «Ζῆλος ἱερὸς καὶ φλογερός, ἀγανάκτησις ἱερὰ καὶ μεγάλη ἔχει κυριεύσει τὴν ψυχήν μου διὰ Σέ, τὸν παντοκράτορα Κύριον. Πονῶ καὶ ἀγανακτῶ πολύ, διότι οἱ Ἰσραηλῖται ἀθέτησαν τὴν διαθήκην σου καὶ σὲ ἐγκατέλειψαν· τὰ θυσιαστήριά σου τὰ κατέστρεψαν καὶ τοὺς προφῆτες σου τοὺς ἐφόνευσαν μὲ ξίφος· καὶ ἐγώ, μόνον ἐγώ, ἔχω μείνει ὁλομόναχος. Ζητοῦν δὲ νὰ ἀφαιρέσουν καὶ τὴν ἰδικήν μου ζωήν!»
15 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν· πορεύου, ἀνάστρεφε εἰς τὴν ὁδόν σου καὶ ἥξεις εἰς τὴν ὁδὸν ἐρήμου Δαμασκοῦ καὶ ἥξεις καὶ χρίσεις τὸν ᾿Αζαὴλ εἰς βασιλέα τῆς Συρίας· 15 Είπε τότε ο Κυριος προς αυτόν· “πήγαινε, ξαναγύρισε στον δρόμον σου και θα έλθης στον δρόμον της ερήμου της Δαμασκού. Οταν φθάσης εκεί, θα χρίσης ως βασιλέα της Συρίας τον Αζαήλ, 15 Ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Ἠλίαν: «Πήγαινε, γύρισε πίσω, βάδισε τὸν δρόμον σου καὶ ἀκολούθησε τὸν δρόμον τῆς ἐρήμου, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν Δαμασκόν. Καὶ ὅταν φθάσῃς εἰς τὴν Δαμασκόν, νὰ χρίσῃς τὸν Ἀζαὴλ ὡς βασιλιᾶ τῆς Συρίας.
16 καὶ τὸν ᾿Ιοὺ υἱὸν Ναμεσσὶ χρίσεις εἰς βασιλέα ἐπὶ ᾿Ισραήλ· καὶ τὸν ῾Ελισαιὲ υἱὸν Σαφὰτ χρίσεις εἰς προφήτην ἀντὶ σοῦ. 16 τον δε Ιού, υιόν του Ναμεσσί, θα τον χρίσης βασιλέα των Ισραηλιτών και τον Ελισαιέ, τον υιόν Σαφάτ, θα τον χρίσης ως προφήτην αντί σου. 16 Ἐπίσης θὰ χρίσῃς καὶ τὸν Ἰού, τὸν υἱὸν τοῦ Ναμεσσί, ὡς βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ. Τὸν δὲ Ἐλισαῖον, τὸν υἱὸν τοῦ Σαφάτ, θὰ χρίσῃς ὡς προφήτην, ὁ ὁποῖος θὰ σὲ διαδεχθῇ.
17 καὶ ἔσται τὸν σῳζόμενον ἐκ ρομφαίας ᾿Αζαήλ, θανατώσει ᾿Ιού, καὶ τὸν σῳζόμενον ἐκ ρομφαίας ᾿Ιοὺ θανατώσει ῾Ελισαιέ. 17 Θα συμβή δε τούτο· εκείνον οποίος θα διασωθή από την ρομφαίαν του Αζαήλ, θα τον θανατώση ο Ιού, και εκείνον ο οποίος θα διαφύγη την φονικήν ρομφαίαν Ιού, θα τον τιμωρήση δια θανάτου ο 'Ελισαιος. 17 Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο: Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θὰ σωθῇ ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ Ἀζαήλ, θὰ τὸν θανατώσῃ ὁ Ἰού· καὶ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θὰ σωθῇ ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ Ἰού, θὰ τὸν θανατώσῃ ὁ Ἐλισαῖος.
18 καὶ καταλείψεις ἐν ᾿Ισραὴλ ἑπτὰ χιλιάδας ἀνδρῶν, πάντα γόνατα, ἃ οὐκ ὤκλασαν γόνυ τῷ Βάαλ, καὶ πᾶν στόμα, ὃ οὐ προσεκύνησεν αὐτῷ. 18 Θα αφήσης όμως ζώντας και ασφαλείς μεταξύ των Ισραηλιτών επτά χιλιάδας άνδρας, όλους εκείνους οι οποίοι δεν έκαμψαν γόνυ, δια, να προσκυνήσουν τον Βααλ, τα στόματα εκείνα τα οποία δεν προσεκύνησαν αυτόν”. 18 Θὰ φυλάξῃς δὲ καὶ δὲν θὰ θανατώσῃς εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ ἑπτὰ χιλιάδες (7.000) ἄνδρες, ὅσους δηλαδὴ δὲν ἐγονάτισαν διὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ λατρεύσουν τὸν Βάαλ, ὅσα στόματα δὲν ἐπροσκύνησαν τὸ εἴδωλον τοῦ θεοῦ αὐτοῦ».
19 Καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ εὑρίσκει τὸν ῾Ελισαιὲ υἱὸν Σαφάτ, καὶ αὐτὸς ἠροτρία ἐν βουσὶ —δώδεκα ζεύγη ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς δώδεκα— καὶ ἀπῆλθεν ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐπέρριψε τὴν μηλωτὴν αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτόν. 19 Ο Ηλίας ανεχώρησεν από εκεί, εύρε τον Ελισαίον, τον υιόν του Σαφάτ, ο οποίος τότε έκανε χωράφι με τα βόϊδια του- δώδεκα ζεύγη βοϊδιών ώργωναν ενώπιόν του, αυτός δε έκανε χωράφι αυτοπροσώπως με ένα ζεύγος-. Ο Ηλίας τον επλησίασε και έρριψεν επάνω εις αυτόν την μηλωτήν. 19 Ἔτσι ὁ Ἠλίας ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ ὅρος Χωρὴβ καὶ εὑρῆκε τὸν Ἐλισαῖον, τὸν υἱὸν τοῦ Σαφάτ, ὁ ὁποῖος ὤργωνε μὲ βόδια - δώδεκα ζευγάρια βόδια ὤργωναν ἐμπρός του, αὐτὸς δὲ ὁ ἴδιος ὤργωνε μὲ τὸ ἕνα ζευγάρι -. Ὁ Ἠλίας, μόλις τὸν εἶδε, τὸν ἐπλησίασε καὶ ἔρριψε μὲ μίαν γρήγορον κίνησιν ἐπάνω εἰς τὸν Ἐλισαῖον τὸν μανδύαν του τὸν καμωμένον ἀπὸ δέρμα προβάτου.
20 καὶ κατέλιπεν ῾Ελισαιὲ τὰς βόας καὶ κατέδραμεν ὀπίσω ᾿Ηλιοὺ καὶ εἶπε· καταφιλήσω τὸν πατέρα μου καὶ ἀκολουθήσω ὀπίσω σου· καὶ εἶπεν ᾿Ηλιού· ἀνάστρεφε, ὅτι πεποίηκά σοι. 20 Ο Ελισαίος ενόησε την συμβολικήν αυτήν πράξιν του Ηλιού, εγκατέλειπε τα βόϊδια του και έτρεξεν όπισθεν του Ηλιού και του είπεν· “επίτρεψόν μου να μεταβώ, δια να αποχαιρετήσω και καταφιλήσω τον πατέρα μου, και έπειτα θα σε ακολουθήσω”. Ο δε Ηλίας του είπε· “πήγαινε και γύρισε πάλιν, διότι σε έχω καταστήσει προφήτην”. 20 Ἀμέσως ὁ Ἐλισαῖος, ποὺ ἐκατάλαβε τὶ ἐσήμαινεν ἡ πρᾶξις αὑτὴ τοῦ Ἠλία, ἀφῆκε τὰ βόδια, μὲ τὰ ὁποῖα ὤργωνεν, ἔτρεξε πίσω ἀπὸ τὸν Ἠλίαν καὶ τοῦ εἶπε: «Δῶσε μου τὴν ἄδειαν, σὲ παρακαλῶ, νὰ τρέξω νὰ ἀποχαιρετήσω μὲ ἀσπασμὸν τὸν πατέρα μου καὶ κατόπιν θὰ ἔλθω νὰ σὲ ἀκολουθήσω». Ὁ Ἠλίας τοῦ ἀπάντησε: «Πήγαινε· να ἐπιστρέψῃς ὅμως καὶ πάλιν, διότι ἐγὼ ἔπραξα τὸ καθῆκον μου· σὲ ἔκαμα προφήτην».
21 καὶ ἀνέστρεψεν ἐξόπισθεν αὐτοῦ καὶ ἔλαβε τὰ ζεύγη τῶν βοῶν καὶ ἔθυσε καὶ ἥψησεν αὐτὰ ἐν τοῖς σκεύεσι τῶν βοῶν καὶ ἔδωκε τῷ λαῷ, καὶ ἔφαγον· καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη ὀπίσω ᾿Ηλιοὺ καὶ ἐλειτούργει αὐτῷ. 21 Ο Ελισαίος απεχωρίσθη την ώραν εκείνην από τον Ηλίαν, επήρε τα δώδεκα ζεύγη των βοϊδιών, τα έσφαξε και τα εθυσίασε, τα έψησε με τα ξύλα από τα άροτρα των βοϊδιών, παρέθεσε τράπεζαν στον λαόν και έφαγον. Επειτα εσηκώθη και επορεύθη εις συνάντησιν του Ηλιού και υπηρετούσεν αυτόν. 21 Ὁ Ἐλισαῖος ἐπέστρεψεν (ἐγύρισε πίσω) καὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὸν τόπον, ὅπου συνηντήθη μὲ τὸν Ἠλίαν. Καὶ ἐπῆρε τὰ δώδεκα ζευγάρια τῶν βοδιῶν ποὺ ὤργωναν, τὰ ἔσφαξε, τὰ ἐθυσίασε καὶ τὰ ἔψησε μὲ τὰ ξύλα τῶν ἀλετριῶν, εἰς τὰ ὁποῖα ἦσαν ζευγμένα, καὶ ἐμοίρασε τὸ ψημένον κρέας εἰς τὸν λαόν, καὶ ἔφαγαν. Κατόπιν ὁ Ἐλισαῖος ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγε καὶ συνήντησε τὸν Ἠλίαν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς τὸν ἀκολούθησε καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε.