Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ΙϚ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου ἐν χειρὶ ᾿Ιοὺ υἱοῦ ᾿Ανανὶ πρὸς Βαασά· 1 Ο Κυριος δια του Ιού, υιού του Ανανί, ωμίλησε προς τον βασιλέα Βαασά και είπεν· 1 Τότε κατέφθασε λόγος Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου Ἰού, υἱοῦ τοῦ Ἀνανί, πρὸς τὸν Βαασά, ὁ ὁποῖος ἔλεγεν:
2 ἀνθ᾿ ὧν ὕψωσά σε ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἔδωκά σε ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου ᾿Ισραὴλ καὶ ἐπορεύθης ἐν τῇ ὁδῷ ῾Ιεροβοὰμ καὶ ἐξήμαρτες τὸν λαόν μου τὸν ᾿Ισραήλ, τοῦ παροργίσαι με ἐν τοῖς ματαίοις αὐτῶν, 2 “Ενώ εγώ σε ανέδειξα εκ του μηδενός και σε εγκατέστησα βασιλέα του Ισραηλιτικού μου λαού, συ ηκολούθησες τον αμαρτωλόν δρόμον του Ιεροβοάμ και παρέσυρες τον λαόν μου εις την αμαρτίαν, δια να με παροργίσουν έτσι οι Ισραηλίται με την ειδωλολατρείαν των. 2 «Ἀντὶ τῶν εὐεργεσιῶν ποὺ σοῦ ἔκαμα, ὥστε νὰ σὲ ἀνυψώσω ἀπὸ τὴν χαμηλὴν κοινωνικὴν σου θέσιν καὶ νὰ σὲ ἀναδείξω βασιλιᾶ τοῦ λαοῦ μου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ, σὺ ἀκολούθησες τὸ παράδειγμα τοῦ Ἱεροβοὰμ καὶ ἐμιμήθης τὴν εἰδωλολατρικὴν πολιτείαν του καὶ τὶς ἁμαρτίες του, μὲ τὶς ὁποῖες παρέσυρες τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ εἰδωλολατρίαν, ὥστε νὰ μὲ παροργίσουν μὲ τὴν εἰδωλολατρικὴν διαγωγήν των·
3 ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ὀπίσω Βαασὰ καὶ ὄπισθεν τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ δώσω τὸν οἶκόν σου ὡς τὸν οἶκον ῾Ιεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ· 3 Δια τούτο θα αναδείξω εγώ έπειτα από σε και την οικογένειάν σου άλλον βασιλέα και θα παραδώσω εις όλεθρον την οικογένειάν σου, όπως παρέδωσα την οικογένειαν Ιεροβοάμ του υιού Ναβάτ. 3 διὰ τοῦτο, νά· ἐγὼ θὰ ἀναδείξω ὡς διάδοχόν (σοῦ) τοῦ Βαασὰ ἀπόγονον τῆς οἰκογενείας του (σου), καὶ θὰ παραδώσω εἰς πλήρη καταστροφὴν τὴν οἰκογένειάν σου, ὅπως παρέδωκα εἰς καταστροφὴν τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοάμ, υἱοῦ τοῦ Ναβάτ.
4 τὸν τεθνηκότα τοῦ Βαασὰ ἐν τῇ πόλει καταφάγονται αὐτὸν οἱ κύνες, καὶ τὸν τεθνηκότα αὐτοῦ ἐν τῷ πεδίῳ καταφάγονται αὐτὸν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. 4 Οσοι από την οικογένειαν του Βαασά θα πεθαίνουν εις την πόλιν θα τους κατατρώγουν τα σκυλιά. Τους νεκρούς δε στους αγρούς θα τους φάγουν τα σαρκοβόρα όρνεα του ουρανού”. 4 Ὅποιος ἀποθνήσκει ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Βαασὰ μέσα εἰς τὴν πόλιν, (δὲν θὰ τὸν ἐνταφιάζῃ κανείς, ἀλλὰ) θὰ τὸν καταφάγουν τὰ σκυλιά· καὶ ὅποιος ἀποθνήσκει ἔξω εἰς τὰ χωράφια, θὰ τὸν καταφάγουν τὰ ὄρνια».
5 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Βαασὰ καὶ πάντα ἃ ἐποίησε, καὶ αἱ δυναστεῖαι αὐτοῦ, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων ᾿Ισραήλ; 5 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Βαασά, που έκαμε, και τα κατορθώματά του είναι γραμμένα στο βιβλίον λόγων και έργων των βασιλέων του Ισραήλ. 5 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Βαασὰ καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, καὶ τὰ κατορθώματά του, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ»;
6 καὶ ἐκοιμήθη Βαασὰ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται ἐν Θερσά, καὶ βασιλεύει ᾿Ηλὰ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ ἐν τῷ εἰκοστῷ ἔτει βασιλέως ᾿Ασά. 6 Ο Βαασά εκοιμήθη με τους πατέρας αυτού και ετάφη εις Θερσά. Αντ' αυτού δε εβασίλευσεν ο Ηλά, ο υιός του, κατά το εικοστόν έτος της βασιλείας του Ασά. 6 Καὶ ὁ Βαασὰ ἀπέθανε καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ ἐτάφη εἰς τὴν πόλιν Θερσά. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ἠλά, ὁ υἱός του, κατὰ τὸ εἰκοστὸν ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀσά.
7 καὶ ἐν χειρὶ ᾿Ιοὺ υἱοῦ ᾿Ανανὶ ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ Βαασὰ καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ πᾶσαν τὴν κακίαν, ἣν ἐποίησεν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ παροργίσαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτοῦ, τοῦ εἶναι κατὰ τὸν οἶκον ῾Ιεροβοάμ, καὶ ὑπὲρ τοῦ πατάξαι αὐτόν. 7 Ο Κυριος δια του στόματος του Ιού, υιού του Ανανί, ωμίλησεν εναντίον του Βαασά και της οικογενείας του εξ αιτίας της κακίας, την οποίαν έπραξεν αυτός ενώπιον του Κυρίου, ώστε να παροργίση αυτόν, με εκείνα που έκαμε, γενόμενος όμοιος με τον Ιεροβοάμ, του οποίου την οικογένειαν αυτός ούτος ο Βαασά είχεν εξολοθρεύσει. 7 Καὶ διὰ στόματος τοῦ προφήτου Ἰού, υἱοῦ τοῦ Ἀνανί, ἐμίλησε ὁ Κύριος ἐναντίον τοῦ Βαασὰ καὶ ἐναντίον τῆς οἰκογενείας του δι' ὅλες τὶς ἀσέβειες, ποὺ ἔκαμεν ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, ὥστε νὰ τὸν ἐξοργίσῃ μὲ τὰ ἔργα ποὺ ἔκαμε, διότι ἔτσι ἐμιμήθη τὸ παράδειγμα τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἱεροβοάμ· καὶ διότι ὁ Βαασὰ ἐξωλόθρευσε τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοάμ.
8 Καὶ ᾿Ηλὰ υἱὸς Βαασὰ ἐβασίλευσεν ἐπὶ ᾿Ισραὴλ δύο ἔτη ἐν Θερσά. 8 Ο Ηλά, ο υιός του Βαασά, έγινε βασιλεύς του ισραηλιτικού βασιλείου επί δύο έτη εις την πόλιν Θερσά. 8 Ὁ Ἠλά, ὁ υἱὸς τοῦ Βαασά, διετέλεσε βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μὲ πρωτεύουσαν τὴν Θερσὰ ἐπὶ δύο χρόνια.
9 καὶ συνέστρεψεν ἐπ᾿ αὐτὸν Ζαμβρὶ ὁ ἄρχων τῆς ἡμίσους τῆς ἵππου, καὶ αὐτὸς ἦν ἐν Θερσὰ πίνων μεθύων ἐν τῷ οἴκῳ ῾Ωσὰ τοῦ οἰκονόμου ἐν Θερσά. 9 Ο Ζαμβρί, ο αρχηγός του ημίσεος του ιππικού, συνωμότησεν εναντίον του Ηλά. Ο Ηλά έμενεν εις την πόλιν Θερσά πίνων και μεθύων στον οίκον Ωσά, ο οποίος ήτο ο αρχιοικονόμος του βασιλικού οίκου εις Θερσά. 9 Καὶ συνωμότησεν ἐναντίον του ὁ Ζαμβρί, ὁ ἀρχηγὸς τῆς μισῆς δυνάμεως τοῦ ἱππικοῦ του. Ὁ δὲ Ἠλὰ εὑρίσκετο εἰς τὴν Θερσά, ὅπου ἔπινε καὶ ἦταν μεθυσμένος, εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ὡσά, τοῦ προϊσταμένου οἰκονόμου (ἢ πιθανῶς ἀρχιμαγείρου) τοῦ παλατιοῦ του εἰς Θερσά.
10 καὶ εἰσῆλθε Ζαμβρὶ καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ. 10 Ο Ζαμβρί εισήλθεν στον οίκον, εκτύπησε τον βασιλέα, τον εφόνευσε και εβασίλευσεν αυτός αντί εκείνου. 10 Καὶ ὁ Ζαμβρὶ ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ὡσά, ἐκτύπησε τὸν βασιλιᾶ Ἠλὰ καὶ τὸν ἐσκότωσε καὶ εἰς τὴν θέσιν ἐκείνου ἀνεκήρυξε βασιλιᾶ τὸν ἑαυτόν του.
11 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ βασιλεῦσαι αὐτὸν ἐν τῷ καθίσαι αὐτὸν ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ ἐπάταξεν ὅλον τὸν οἶκον Βαασὰ 11 Οταν δε ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, εξωλόθρευσεν όλην την οικογένειαν του Βαασά, 11 Τότε συνέβη τοῦτο: Μόλις ὁ Ζαμβρὶ ἔγινε βασιλιᾶς καὶ διεδέχθη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τὸν Ἠλά, ἔσφαξε καὶ ἐξωλόθρευσεν ὅλην τὴν οἰκογένειαν τοῦ Βαασά,
12 κατὰ τὸ ρῆμα, ὃ ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ τὸν οἶκον Βαασά, πρὸς ᾿Ιοὺ τὸν προφήτην 12 σύμφωνα με τον λόγον, τον οποίον ο Κυριος είχεν εξαγγείλλει δια του προφήτου Ιού εναντίον της οικογενείας Βαασά. 12 σύμφωνα μὲ τὸν λόγον, ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος ἐναντίον τῆς οἰκογενείας τοῦ Βαασά, διὰ τοῦ προφήτου Ἰού.
13 περὶ πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν Βαασὰ καὶ ᾿Ηλὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὡς ἐξήμαρτε τὸν ᾿Ισραὴλ τοῦ παροργίσαι Κύριον τὸν Θεὸν ᾿Ισραὴλ ἐν τοῖς ματαίοις αὐτῶν. 13 Ετιμωρήθη δε σκληρώς η οικογένεια αυτή εξ αιτίας των αμαρτιών του Βαασά και του υιού του Ηλά, ο οποίος και παρέσυρε τον ισραηλιτικόν λαόν εις την ειδωλολατρείαν, ώστε να παροργίση Κυριον τον Θεόν. 13 Ἡ τιμωρία αὐτὴ ἔγινε ἕνεκα ὅλων τῶν (πολλῶν) ἁμαρτιῶν τοῦ Βαασὰ καὶ τοῦ υἱοῦ του Ἠλά, τὶς ὁποῖες ἔκαμαν καὶ διὰ τῶν ὁποίων παρέσυραν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ εἰδωλολατρίαν, ὥστε νὰ παροργίσῃ Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ μὲ τὴν εἰδωλολατρικὴν διαγωγήν του.
14 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων ᾿Ηλά, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων ᾿Ισραήλ; 14 Τα άλλα από τα έργα, τα οποία έκαμεν ο Ηλά, υπάρχουν γραμμένα στο βιβλίον των έργων και των λόγων των βασιλέων του Ισραήλ. 14 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Ἠλά, τὰ ὁποῖα αὐτὸς ἔκαμε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ»;
15 Καὶ Ζαμβρὶ ἐβασίλευεν ἐν Θερσὰ ἡμέρας ἑπτά. καὶ ἡ παρεμβολὴ ᾿Ισραὴλ ἐπὶ Γαβαθὼν τὴν τῶν ἀλλοφύλων, 15 Ο Ζαμβρί εβασίλευσεν εις Θερσά μόνον επτά ημέρας. Διότι ο στρατός των Ισραηλιτών ευρίσκετο στρατοπεδευμένος απέναντι της πόλεως Γαβαθών, η οποία ανήκεν στους αλλοφύλους, στους Φιλισταίους. 15 Καὶ ὁ Ζαμβρὶ ἐβασίλευσέ μὲ ἔδραν τὴν Θερσὰ ἐπὶ ἑπτὰ (μόνον) ἡμέρες. Ὁ στρατὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν ἦταν στρατοπεδευμένος ἀπέναντι τῆς πόλεως Γαβαθών, ποὺ ἀνῆκεν εἰς τοὺς Φιλισταίους.
16 καὶ ἤκουσεν ὁ λαὸς ἐν τῇ παρεμβολῇ λεγόντων· συνεστράφη Ζαμβρὶ καὶ ἔπαισε τὸν βασιλέα· καὶ ἐβασίλευσαν ἐν ᾿Ισραὴλ τὸν ᾿Αμβρὶ τὸν ἡγούμενον τῆς στρατιᾶς ἐπὶ ᾿Ισραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐν τῇ παρεμβολῇ. 16 Ο στρατός, λοιπόν, ο οποίος ευρίσκετο εκεί στρατοπεδευμένος, έμαθε την είδησιν αυτήν, ότι δηλαδή ο Ζαμβρί είχε συνωμοτήσει και εφόνευσε τον βασιλέα και τότε οι στρατιώται ανεκήρυξαν ως βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού τον Αμβρί, ο οποίος ήτο αρχηγός της στρατιάς του Ισραήλ κατά την ημέραν εκείνην στο στρατόπεδον. 16 Ἐπληροφορήθη δὲ ὁ στρατός, ποὺ ἦταν στρατοπεδευμένος ἐκεῖ, τὴν εἴδησιν ποὺ ἔλεγεν: «Ὁ Ζαμβρὶ συνωμότησε καὶ ἐθανάτωσε τὸν βασιλιᾶ». Ὁ στρατὸς ἀνεκήρυξε κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς τὸ στρατόπεδον ὡς βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραὴλ τὸν Ἀμβρί, τὸν ἀρχιστράτηγον.
17 καὶ ἀνέβη ᾿Αμβρὶ καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ Γαβαθὼν καὶ περιεκάθισαν ἐπὶ Θερσά. 17 Ο Αμβρί και όλος ο ισραηλιτικός στρατός, που ήτο μαζή του, ανέβησαν από την Γαβαθών και επολιόρκησαν την Θερσά. 17 Καὶ ὁ Ἀμβρὶ ἀνέβη ἀπὸ τὴν Γαβαθών, μαζί του δὲ ἀνέβη καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς στρατὸς καὶ ἐπολιόρκησαν τὴν Θερσά.
18 καὶ ἐγενήθη ὡς εἶδε Ζαμβρὶ ὅτι προκατείληπται αὐτοῦ ἡ πόλις, καὶ πορεύεται εἰς ἄντρον τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ ἐνεπύρισεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως καὶ ἀπέθανεν 18 Οταν ο Ζαμβρί είδεν ότι είχε καταληφθή από τον Αμβρί η πόλις, κατέφυγεν εις ένα πύργον του βασιλικού ανακτόρου, έβαλεν εις αυτόν φωτιάν και εκάη και ο ίδιος μαζή με τον πύργον. 18 Τότε συνέβη τοῦτο: Μόλις ὁ Ζαμβρὶ εἶδεν ὅτι ἡ πόλις Θερσὰ κατελήφθη, κατέφυγεν εἰς ὠχυρωμένον ἐσωτερικὸν καταφύγιον (πύργον) τοῦ βασιλικοῦ ἀνακτόρου καὶ ἔβαλε φωτιὰ εἰς αὐτὸ καὶ ἀπέθανεν, ἀφοῦ ἐκάη καὶ ὁ ἴδιος μέσα εἰς τὶς φλόγες τῆς πυρκαϊᾶς.
19 ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ ὧν ἐποίησε, τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου πορευθῆναι ἐν ὁδῷ ῾Ιεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, ὡς ἐξήμαρτε τὸν ᾿Ισραήλ. 19 Ο σκληρός αυτός θάνατος επήλθεν εναντίον του εξ αιτίας των αμαρτιών, τας οποίας είχε διαπράξει, ώστε να βαδίση τον δρόμον του αμαρτωλού Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, ο οποίος και ο ίδιος ημάρτησε και τον λαόν είχε παρασύρει εις την αμαρτίαν. 19 Ὁ φρικτὸς αὐτὸς θάνατος τοῦ Ζαμβρὶ ἦταν ἀποτέλεσμα τῶν ἁμαρτιῶν του, τὶς ὁποῖες ἔκαμε, μὲ τὸ νὰ παρασυρθῇ εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ νὰ κάμῃ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, νὰ καταντήσῃ εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ ἔτσι νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἱεροβοάμ, υἱοῦ τοῦ Ναβάτ, καὶ νὰ μιμηθῇ τὴν ἁμαρτωλὴν πολιτείαν ἐκείνου καὶ τὶς ἁμαρτίες του, καὶ πρὸ παντὸς ὅτι παρέσυρε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν.
20 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ζαμβρὶ καὶ τὰς συνάψεις αὐτοῦ, ἃς συνῆψεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων ᾿Ισραήλ; 20 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ζαμβρί και αι συγκρούσεις, τας οποίας αυτός εναντίον άλλων έκαμεν είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ισραήλ. 20 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Ζαμβρὶ καὶ τὶς συνωμοσίες ποὺ ἔκαμε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βίβλων τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ»;
21 Τότε μερίζεται ὁ λαὸς ᾿Ισραήλ· ἥμισυ τοῦ λαοῦ γίνεται ὀπίσω Θαμνὶ υἱοῦ Γωνὰθ τοῦ βασιλεῦσαι αὐτόν, καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ λαοῦ γίνεται ὀπίσω ᾿Αμβρί. 21 Τοτε δε εξ αιτίας, προφανώς, των γεγονότων αυτών εδιχάσθη το βασίλειον το ισραηλιτικόν. Το ήμισυ του λαού ηκολούθησε τον Θαμνί, υιόν Γωνάθ, και ανέδειξεν αυτόν βασιλέα. Το δε άλλο ήμισυ ηκολούθησε τον Αμβρί. 21 Ἕνεκα τῶν γεγονότων αὐτῶν ὁ λαὸς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραὴλ ἐχωρίσθη εἰς δύο παρατάξεις. Ὁ μισός λαὸς ἀκολούθησε τὸν Θαμνί, τὸν υἱὸν τοῦ Γωνάθ, διὰ νὰ ἀνακηρύξῃ αὐτὸν ὣς βασιλιᾶ· ὁ ἄλλος μισός λαὸς ἀκολούθησε τὸν Ἀμβρί.
22 ὁ λαὸς ὁ ὢν ὀπίσω ᾿Αμβρὶ ὑπερεκράτησε τὸν λαὸν τὸν ὀπίσω Θαμνὶ υἱοῦ Γωνάθ, καὶ ἀπέθανε Θαμνὶ καὶ ᾿Ιωρὰμ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Αμβρὶ μετὰ Θαμνί. 22 Ο λαός, ο οποίος ηκολούθησε τον Αμβρί, υπερίσχυσεν εναντίον της μερίδος που ήτο με τον Θαμνί, τον υιόν Γωνάθ. Ο Θαμνί εφονεύθη, όπως και ο αδελφός του Ιωράμ κατά την εποχήν εκείνην. Ετσι δε έγινε βασιλεύς μετά τον Θαμνί ο Αμβρί. 22 Τελικῶς ἡ μερίδα τοῦ λαοῦ, ποὺ ἀκολούθησε τὸν Ἀμβρί, ὑπερίσχυσε τῆς ἄλλης μερίδος, ποὺ ἀκολούθησε τὸν Θαμνί, τὸν υἱὸν τοῦ Γωνάθ· τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὁ Θαμνὶ ἀπέθανε (πιθανὸν ἐφονεύθη ἢ ἐδολοφονήθη), καθὼς καὶ ὁ ἀδελφός του Ἰωράμ· καὶ μετὰ τὸν Θαμνὶ ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραὴλ ὁ Ἀμβρί.
23 ἐν τῷ ἔτει τῷ τριακοστῷ καὶ πρώτῳ τοῦ βασιλέως ᾿Ασὰ βασιλεύει ᾿Αμβρὶ ἐπὶ ᾿Ισραὴλ δώδεκα ἔτη. ἐν Θερσὰ βασιλεύει ἓξ ἔτη· 23 Οταν διήνυε το τριακοστόν πρώτον έτος της βασιλείας του ο Ασά, ο βασιλεύς του Ιούδα, εβασίλευσεν επί του βασιλείου του Ισραήλ επί δώδεκα έτη ο Αμβρί. Εξ έτη εβασίλευσεν εις την Θερσά. 23 Ἔτσι κατὰ τὸ τριακοστὸν πρῶτον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ βασιλιᾶ Ἀσὰ ἀνεκηρύχθη βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραὴλ ὁ Ἀμβρί· ἐβασίλευσε δὲ δώδεκα χρόνια. Κατὰ τὰ πρῶτα ἕξι χρόνια ἐβασίλευσε μὲ ἔδραν τὴν Θερσά.
24 καὶ ἐκτήσατο ᾿Αμβρὶ τὸ ὄρος τὸ Σεμερὼν παρὰ Σεμὴρ τοῦ κυρίου τοῦ ὄρους δύο ταλάντων ἀργυρίου καὶ ᾠκοδόμησε τὸ ὄρος καὶ ἐπεκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ ὄρους, οὗ ᾠκοδόμησεν, ἐπὶ τῷ ὀνόματι Σεμὴρ τοῦ κυρίου τοῦ ὄρους Σαεμηρών. 24 Ο Αμβρί ηγόρασε το όρος της Σαμαρείας από τον Σεμήρ, στον οποίον ανήκε το όρος, αντί δύο ταλάντων αργυρίου και οικοδόμησεν στο όρος πόλιν. Εκάλεσε δε το όνομα του όρους, επί του οποίου είχεν οικοδομήσει την πόλιν, εκ του ονόματος Σεμήρ, του κυρίου του όρους, Σαμάρειαν. 24 Κατόπιν ὁ Ἀμβρὶ ἀγορασε τὸ ὅρος τῆς Σαμαρείας ἀπὸ τὸν Σεμήρ, τὸν ἰδιοκτήτην τοῦ ὄρους, ἀντὶ τῆς τιμῆς δύο ἀργυρῶν ταλάντων καί, ἀφοῦ ὠχύρωσε τὸ ὅρος, ἔκτισεν ἐπάνω εἰς αὐτὸ πόλιν. Ὠνόμασε δὲ τὴν πόλιν, ποὺ ἔκτισεν, ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Σεμήρ, τοῦ ἰδιοκτήτου τοῦ ὄρους, Σαμάρειαν.
25 καὶ ἐποίησεν ᾿Αμβρὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐπονηρεύσατο ὑπὲρ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθεν αὐτοῦ· 25 Αλλά και ο Αμβρί διέπραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου. Εξετράπη εις ασεβείας πολύ χειροτέρας από εκείνας, που είχαν διαπράξει οι προηγηθέντες από αυτόν ασεβείς βασιλείς. 25 Ἀλλ’ ὁ Ἀμβρὶ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν. Ὁ Ἀμβρὶ ἐξεπέρασε εἰς τὴν ἀσέβειαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν ὅλους τοὺς πρὶν ἀπὸ αὐτὸν βασιλεῖς.
26 καὶ ἐπορεύθη ἐν πάσῃ ὁδῷ ῾Ιεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, αἷς ἐξήμαρτε τὸν ᾿Ισραὴλ τοῦ παροργίσαι τὸν Κύριον Θεὸν ᾿Ισραὴλ ἐν τοῖς ματαίοις αὐτῶν. 26 Ηκολούθησεν εξ ολοκλήρου τον δρόμον του αμαρτωλού Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ εις τας αμαρτίας αυτού, με τας οποίας και τον ισραηλιτικόν λαόν παρέσυρεν εις την αμαρτίαν, ώστε οι Ισραηλίται να εξοργίσουν εναντίον των Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ δια την ειδωλολατρείαν των και τας αμαρτωλάς ειδωλολατρικάς πράξεις των. 26 Ἀκολούθησε δὲ εἰς ὅλα τὸ παράδειγμα τοῦ Ἱεροβοάμ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ναβάτ, καὶ ἐμιμήθη τὴν ἁμαρτωλὴν πολιτείαν ἐκείνου καὶ τὶς ἁμαρτίες, μὲ τὶς ὁποῖες παρέσυρε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν, ὥστε νὰ παροργίσῃ τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ, μὲ τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων.
27 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων ᾿Αμβρὶ καὶ πάντα, ἃ ἐποίησε, καὶ πᾶσα ἡ δυναστεία αὐτοῦ, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων ᾿Ισραήλ; 27 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Αμβρί και όλα όσα έκαμεν και όλα τα μεγάλα του κατορθώματα είναι γραμμένα στο βιβλίον των λόγων και των έργων των βασιλέων του Ισραήλ. 27 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Ζαμβρὶ καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, καὶ ὅλα τὰ κατορθώματά του, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ»;
28 καὶ ἐκοιμήθη ᾿Αμβρὶ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται ἐν Σαμαρείᾳ, καὶ βασιλεύει ᾿Αχαὰβ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 28α Καὶ ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει τοῦ ᾿Αμβρὶ βασιλεύει ᾿Ιωσαφὰτ υἱὸς ᾿Ασὰ ἐτῶν τριάκοντα καὶ πέντε ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ, καὶ εἴκοσι πέντε ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Γαζουβὰ θυγάτηρ Σελί. 28β καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ ὁδῷ ᾿Ασὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐξέκλινεν ἀπ᾿ αὐτῆς τοῦ ποιεῖν τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου· πλὴν τῶν ὑψηλῶν οὐκ ἐξῇραν, ἔθυον ἐν τοῖς ὑψηλοῖς, καὶ ἐθυμίων. 28γ καὶ ἃ συνέθετο ᾿Ιωσαφὰτ μετὰ βασιλέως ᾿Ισραὴλ καὶ πᾶσα ἡ δυναστεία, ἣν ἐποίησε, καὶ οὓς ἐπολέμησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων ᾿Ιούδα; 28δ καὶ τὰ λοιπὰ τῶν συμπλοκῶν, ἃς ἐπέθεντο ἐν ταῖς ἡμέραις ᾿Ασὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐξῇρεν ἀπὸ τῆς γῆς. 28ε καὶ βασιλεὺς οὐκ ἦν ἐν Συρίᾳ Νασίβ. 28ζ καὶ ὁ βασιλεὺς ᾿Ιωσαφὰτ ἐποίησε ναῦν εἰς Θαρσὶς πορεύεσθαι εἰς Σωφὶρ ἐπὶ τὸ χρυσίον· καὶ οὐκ ἐπορεύθη, ὅτι συνετρίβη ἡ ναῦς ἐν Γασιὼν Γαβέρ. 28η τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς ᾿Ισραὴλ πρὸς ᾿Ιωσαφάτ· ἐξαποστελῶ τοὺς παῖδάς σου καὶ τὰ παιδάριά μου ἐν τῇ νηῖ· καὶ οὐκ ἐβούλετο ᾿Ιωσαφάτ. 28θ καὶ ἐκοιμήθη ᾿Ιωσαφὰτ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Ιωρὰμ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 28 Απέθανεν ο Αμβρί και ανεπαύθη μαζή με τους πατέρας του και ετάφη εις Σαμάρειαν. Αντί δε αυτού έγινε βασιλεύς ο υιός του ο Αχαάβ. 28α Κατά δε το ενδέκατον έτος της βασιλείας του Αμβρί ανεδείχθη βασιλεύς εις την Ιερουσαλήμ ο Ιωσαφάτ, υιός του Ασά. Ητο δε τότε τριάκοντα πέντε ετών και εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ επί είκοσι πέντε έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Γαζουβά, ήτο δε θυγάτηρ του Σελί. 28β Αυτός εβάδισεν επί τα ίχνη του ευσεβούς πατρός του, του Ασά, και δεν εξέκλινεν από τον δρόμον του Θεού, αλλά έπραττε πάντοτε το ορθόν ενώπιον του Κυρίου. Πλην όμως δεν επέτυχε να καταστρέψη εντελώς την ειδωλολατρείαν, μάλιστα δε από τους υψηλούς τόπους, οπού προσεφέροντο ακόμη θυσίαι και θυμιάματα. 28γ Τα της συνθήκης του Ιωσαφάτ με τον βασιλέα του Ισραήλ και όλα τα κατορθώματα, τα οποία αυτός επραγματοποίησεν, όπως και οι πόλεμοι, τους οποίους διεξήγαγεν, είναι γραμμένα στο βιβλίον των λόγων και των έργων των βασιλέων του Ιούδα. 28δ Και τας υπολειφθείσας ιεροδούλους γυναίκας, αι οποίαι είχαν προστεθή κατά τας ημέρας του πατρός του Ασά, εξεδίωξεν από την χώραν του. 28ε Βασιλεύς δε τότε δεν υπήρχεν εις την Συρίαν· δεν υπήρχεν εκεί αρχηγός. 28ζ Ο βασιλεύς Ιωσαφάτ εναυπήγησε μεγάλο πλοίον εις Θαρσίς, δια να πλεύση αυτός εις Σωφίρ, όπου υπήρχε το χρυσίον. Το πλοίον όμως δεν επορεύθη, διότι συνετρίβη εις Γασιών Γαβέρ. 28η Τοτε ο Οχοζίας, ο βασιλεύς του ισραηλιτικού βασιλείου, είπε προς Ιωσαφάτ· “εγώ είμαι πρόθυμος να στείλω με τους υπηρέτας σου και τους ανθρώπους μου στο ναυτικόν σου”. Ο Ιωσαφάτ όμως δεν συγκατετέθη. 28θ Εκοιμήθη δέ, όπως και οι πατέρες του, και ετάφη στους τάφους των πατέρων του εις την πόλιν Δαυίδ. Βασιλεύς δε αντ' αυτού έγινεν ο υιός του, ο Ιωράμ. 28 Καὶ ὁ Ἀμβρὶ ἀπέθανε καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ ἐτάφη εἰς τὴν Σαμάρειαν. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ἀχαάβ, ὁ υἱός του. 28α Καὶ κατὰ τὸ ἑνδέκατον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ βασιλιᾶ Ἀμβρὶ ἐβασίλευσεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα ὁ Ἰωσαφάτ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀσά· ὅταν ὁ Ἰωσαφὰτ ἔγινε βασιλιᾶς, ἦταν τριάντα πέντε ἐτῶν· ἐβασίλευσε δὲ εἴκοσι πέντε χρόνια μὲ ἕδραν τὴν Ἱερουσαλήμ. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Γαζουβά· αὐτὴ δὲ ἦταν κόρη τοῦ Σελί. 28β Ὁ Ἰωσαφὰτ ἀκολούθησε τὸ θεοφιλὲς παράδειγμα τοῦ Ἀσά, τοῦ πατέρα του· δὲν παρεξέκλινεν ἀπὸ τὴν θεοσεβῆ πορείαν τοῦ πατέρα του, ἀλλ’ ἔζησε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Δὲν κατέστρεψαν ὅμως τὰ εἰδωλολατρικὰ ἱερά, ποὺ ἦσαν εἰς τὰ ὑψώματα τῆς χώρας, καὶ ἔτσι ὁ λαὸς συνέχιζε νὰ προσφέρῃ ἐκεῖ θυσίες καὶ θυμιάματα εἰς τὰ εἴδωλα. 28γ Τὴν δὲ συνθήκην εἰρήνης, ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἰωσαφὰτ μὲ τὸν βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ὅλα τὰ κατορθώματα, τὰ ὁποῖα ἐπέτυχε, καὶ οἱ πόλεμοι ποὺ διεξήγαγε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα»; 28δ Ὁ Ἰωσαφὰτ ὅλες τὶς ἱερόδουλες γυναῖκες, ποὺ εἶχαν ἀπομείνει καὶ οἱ ὁποῖες εἶχαν προστεθῇ κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς βασιλείας τοῦ πατέρα τοῦ Ἀσά, τὶς ἔδιωξε ἀπὸ τὴν χώραν. 28ε Τότε δὲν ὑπῆρχε βασιλιᾶς εἰς τὴν Συρίαν· ὑπῆρχε μόνον διοικητής, τὸν ὁποῖον ὥριζεν ὁ βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα. 28ζ Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ἰωσαφὰτ κατεσκεύασε πλοῖον μεγάλον εἰς Θαρσίς, ὥστε νὰ πλεύσῃ εἰς τὴν χώραν Σωφίρ, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπῆρχε χρυσάφι. Τὸ πλοῖον ὅμως αὐτὸ δὲν ἔπλευσε πρὸς τὴν Σωφίρ, διότι κατεστράφη εἰς τὴν Γασιὼν Γαβέρ. 28η Τότε ὁ βασιλιᾶς Ὀχοζίας τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραὴλ εἶπεν εἰς τὸν Ἰωσαφάτ: «Δῶσε μου τὴν ἄδειαν νὰ στείλω τοὺς ἄνδρες σου καὶ τοὺς ἰδικούς μου ἄνδρες διὰ νὰ ἐπανδρώσουν ὡς ναυτικοὶ τὰ πλοῖα σου». Ὁ Ἰωσαφὰτ ὅμως δὲν ἠθέλησεν. 28θ Ἀπέθανε δὲ ὁ Ἰωσαφὰτ καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ ἐτάφη μὲ τοὺς προπάτορές του εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ. Ἐβασίλευαε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ἰωράμ, ὁ υἱός του.
29 ᾿Εν ἔτει δευτέρῳ τοῦ ᾿Ιωσαφὰτ βασιλέως ᾿Ιούδα βασιλεύει ᾿Αχαὰβ υἱὸς ᾿Αμβρί· ἐβασίλευσεν ἐπὶ ᾿Ισραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ εἴκοσι καὶ δύο ἔτη. 29 Κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ, βασιλέως του ιουδαϊκού βασιλείου, έγινε βασιλεύς στο ισραηλιτικόν βασίλειον ο Αχαάβ, ο υιός του Αμβρί. Αυτός εβασίλευσεν στο Ισραήλ με πρωτεύουσαν την Σαμάρειαν επί είκοσι δύο έτη. 29 Κατὰ τὸ δεύτερον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωσαφάτ, βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ἀνεκηρύχθη βασιλιᾶς εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ ὁ Ἀχαάβ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀμβρί. Ὁ Ἀχαὰβ ἐβασίλευσεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ μὲ ἔδραν τὴν Σαμάρειαν ἐπὶ εἴκοσι δύο χρόνια.
30 καὶ ἐποίησεν ᾿Αχαὰβ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐπονηρεύσατο ὑπὲρ πάντας τοὺς ἔμπροσθεν αὐτοῦ. 30 Ο Αχαάβ διέπραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου και εξέκλινεν εις ασέβειαν και αμαρτωλότητα χειροτέραν από τους προκατόχους του ασεβείς βασιλείς. 30 Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ἀχαὰβ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀχαὰβ ἐξεπέρασε εἰς τὴν ἀσέβειαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν ὅλους τοὺς πρὶν ἀπὸ αὐτὸν βασιλεῖς.
31 καὶ οὐκ ἦν αὐτῷ ἱκανὸν τοῦ πορεύεσθαι ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ῾Ιεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, καὶ ἔλαβε γυναῖκα τὴν ᾿Ιεζάβελ θυγατέρα ᾿Ιεθεβαὰλ βασιλέως Σιδωνίων καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐδούλευσε τῷ Βάαλ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ, 31 Και δεν του ήτο αρκετόν ότι εβάδισε τον δρόμον του αμαρτωλού Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, αλλά επήρε και ως σύζυγόν του την Ιεζάβελ θυγατέρα του Ιεθεβαάλ, βασιλέως των Σιδωνίων, επορεύθη και ελάτρευσε τον Βααλ και προσεκύνησεν αυτόν. 31 Καὶ ὡς ἐὰν δὲν τοῦ ἦταν ἀρκετὸν νὰ μιμηθῇ τὴν ἁμαρτωλὴν πολιτείαν τοῦ Ἱεροβοάμ, υἱοῦ τοῦ Ναβάτ, ἐπροχώρησε ἀκόμη περισσότερον! Ἐνυμφεύθη ὡς σύζυγον τὴν Ἰεζάβελ, θυγατέρα τοῦ Ἰεθεβαάλ, βασιλιᾶ τῶν Σιδωνίων, καὶ ἀκόμη ἐπῆγε καὶ ἐλάτρευσε τὸν Βάαλ, τὸν κύριον θεὸν τῶν Φοινίκων, καὶ τὸν προσεκύνησε.
32 καὶ ἔστησε θυσιαστήριον τῷ Βάαλ ἐν οἴκῳ τῶν προσοχθισμάτων αὐτοῦ, ὃν ᾠκοδόμησεν ἐν Σαμαρείᾳ, 32 Ανοικοδόμησε δε προς τιμήν του ειδώλου Βααλ θυσιαστήριον, το οποίον έθεσεν στον οίκον των ειδωλολατρικών βδελυγμάτων του, εις αυτόν που είχεν ανοικοδομήσει εις την Σαμάρειαν. 32 Καὶ ἔστησε (ὕψωσε) θυσιαστήριον τοῦ Βάαλ εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν ναόν, ὅπου ἦσαν τὰ συχαμερὰ ἀγάλματα τοῦ Βάαλ· τὸν ναὸν αὐτὸν τὸν ἔκτισεν εἰς τὴν Σαμάρειαν, τὴν πρωτεύουσαν τοῦ βασιλείου του.
33 καὶ ἐποίησεν ᾿Αχαὰβ ἄλσος, καὶ προσέθεκεν ᾿Αχαὰβ τοῦ ποιῆσαι παροργίσματα τοῦ παροργίσαι τὸν Κύριον Θεὸν τοῦ ᾿Ισραὴλ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τοῦ ἐξολοθρευθῆναι· ἐκακοποίησεν ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς ᾿Ισραὴλ τοὺς γενομένους ἔμπροσθεν αὐτοῦ. 33 Εις δε το ειοωλολατρικόν ιερόν άλσος έστησεν ο Αχαάβ άγαλμα την Αστάρτην, διέπραξε δε και άλλας πονηράς ειδωλολατρικάς πράξεις, δια των οποίων παρώργισε Κυριον τον Θεόν του ισραηλιτικού λαού εναντίον του, ώστε να αυτοκαταδικασθή έτσι εις εξολόθρευσιν. Εξετράπη δε στο κακόν περισσότερον από όλους τους άλλους βασιλείς του Ισραήλ, οι οποίοι ποοηγήθησαν από αυτόν, 33 Ὁ Ἀχαὰβ κατεσκεύασεν ἐπίσης ἄγαλμα εἰς τὴν Ἀστάρτην, τὸ ὁποῖον ἔστησεν εἰς ἱερὸν εἰδωλολατρικὸν δάσος. Ὁ Ἀχαὰβ ἐπρόσθεσε (ἔκαμε) καὶ ἄλλες εἰδωλολατρικὲς πράξεις, μὲ τὶς ὁποῖες ἐξώργισε τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ, ὥστε ἕνεκα ὅλων τούτων νὰ καταδικάσῃ τὸν ἑαυτόν του εἰς τιμωρίαν καὶ ἐξολόθρευσιν ἀπὸ τὸν Κύριον! Ὁ Ἀχαὰβ ἐξεπέρασε εἰς τὴν ἀσέβειαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν ὅλους τοὺς βασιλεῖς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι ἐβασίλευσαν πρὶν ἀπὸ αὐτόν.
34 καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ᾠκοδόμησεν ᾿Αχιὴλ ὁ Βαιθηλίτης τὴν ῾Ιεριχώ· ἐν τῷ ᾿Αβιρὼν προτοτόκῳ αὐτοῦ ἐθεμελίωσεν αὐτὴν καὶ τῷ Σεγοὺβ τῷ νεωτέρῳ αὐτοῦ ἐπέστησε θύρας αὐτῆς κατὰ τὸ ρῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν ἐν χειρὶ ᾿Ιησοῦ υἱοῦ Ναυῆ. 34 Κατά τας ημέρας του Αχαάβ, ο Αχιήλ ο οποίος κατήγετο από την Βαιθήλ, ανοικοδόμησε την Ιεριχώ. Οταν έθετε τα θεμέλιά της, απέθανεν ο πρωτότοκος υιός του, ο Αβιρών. Απέθανε δε και ο νεώτερος υιός του ο Σεγούβ, όταν απεπεράτωσεν αυτήν και έθεσε τας πύλας του τείχους της. Τούτο δε έγινεν ως θεία τιμωρία, δια να εκπληρωθή ο λόγος, τον οποίον ο Κυριος είχεν εξαγγείλει δια του Ιησού, του υιού του Ναυη, ότι δεν έπρεπε να ανοικοδομηθούν ποτέ τα τείχη της Ιεριχούς. 34 Κατὰ τὴν περίοδον τῆς βασιλείας τοῦ Ἀχαὰβ ὁ Ἀχιὴλ ἀπὸ τὴν Βαιθὴλ ἀνοικοδόμησε καὶ ὠχύρωσε τὴν κατεστραμμένην ἕως τότε Ἱεριχώ. Τὴν ἐθεμελίωσε δὲ μὲ τὸν θάνατον τοῦ Ἀβιρών, τοῦ πρωτοτόκου υἱοῦ του, καὶ ὠλοκλήρωσε τὴν ὀχύρωσίν της, ἀφοῦ ἔθεσε καὶ τὶς πύλες εἰς τὰ τείχη της, μὲ τὸν θάνατον τοῦ Σεγούβ, τοῦ νεωτέρου υἱοῦ του. Αὐτὰ ἔγιναν σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖον προεῖπε διὰ στόματος τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ναυῆ· (διότι ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ εἶχε καταρασθῆ μὲ ὅρκον ὅποιον θὰ ὠχύρωνε τὴν πόλιν!»