Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ συνήγαγεν ἔτι Δαυὶδ πάντα νεανίαν ἐξ ᾿Ισραήλ, ὡς ἑβδομήκοντα χιλιάδας. 1 Ο Δαυίδ προσεκάλεσε και πάλιν όλους τους νεαρούς άνδρας του Ισραηλιτικού λαού, εβδομήκοντα περίπου χιλιάδες άνδρας. 1 Συνεκάλεσε δὲ καὶ πάλιν ὁ Δαβὶδ τοὺς νεαροὺς Ἰσραηλίτας καὶ ἐμαζεύθηκαν περίπου ἑβδομῆντα χιλιάδες ἄνδρες.
2 καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν ἀρχόντων ᾿Ιούδα ἐν ἀναβάσει τοῦ ἀναγαγεῖν ἐκεῖθεν τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ἣν ἐπεκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων καθημένου ἐπὶ τῶν Χερουβὶν ἐπ᾿ αὐτῆς. 2 Ητοιμάσθη ο Δαυίδ και όλος ο λαός, που ήτο μαζή του, μαζή με τους αρχηγούς της φυλής Ιούδα και από την Ιερουσαλήμ επορεύθησαν, δια να μεταφέρουν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Θεού από τον τόπον, στον οποίον αυτή ευρίσκετο. Επάνω δε εις την Κιβωτόν αυτήν είχε γραφή το όνομα του Θεού, του Κυρίου των αγγελικών δυνάμεων, ο οποίος αναπαύεται επί των Χερουβίμ. 2 Καὶ ἐσηκώθη καὶ ἐπροχώρησεν ἐν πομπῇ ὁ Δαβὶδ μαζὶ μὲ ὅλον τὸν λαόν, ποὺ εἶχε συγκεντρωθῆ πλησίον του, καὶ μὲ τοὺς ἄρχοντας τῆς φυλῆς Ἰούδα, διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Καριαθιαρὶμ καὶ νὰ μεταφέρουν ἀπὸ ἐκεῖ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ. Ἡ Κιβωτὸς ἔφερε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, ὁ ὁποῖος ἐκάθητο σὰν εἰς ἄλλον θρόνον ἐπάνω εἰς τὰ πτερὰ τῶν Χερουβίμ, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Κιβωτόν, καὶ ἔκαμνε ἀπὸ ἐκεῖ αἰσθητὴν τὴν παρουσίαν Του.
3 καὶ ἐπεβίβασαν τὴν κιβωτὸν Κυρίου ἐφ᾿ ἅμαξαν καινὴν καὶ ᾖραν αὐτὴν ἐξ οἴκου ᾿Αμιναδὰβ τοῦ ἐν τῷ βουνῷ· καὶ ᾿Οζὰ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ υἱοὶ ᾿Αμιναδὰβ ἦγον τὴν ἅμαξαν σὺν τῇ κιβωτῷ, 3 Ετοποθέτησαν την Κιβωτόν επάνω εις μίαν καινουργή άμαξαν. Επήραν δε την Κιβωτόν από την οικίαν του Αμιναδάβ, ο οποίος κατοικούσεν εις κάποιον εκεί λόφον. Μεταξύ δε εκείνων, που ακολουθούσαν, ήσαν ο Οζά και οι αδελφοί του, παιδιά του Αμιναδάβ. Ο Οζά ωδηγούσε την άμαξαν, επί της οποίας ήτο η Κιβωτός. 3 Ἐπῆγαν λοιπὸν καὶ ἐσήκωσαν τὴν Κιβωτὸν ἀπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ Ἀμιναδάβ, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ βουνό, καὶ τὴν ἀνέβασαν εἰς ἕνα ἁμάξι, ποὺ μόλις εἶχε κατασκευασθῆ. Ὠδηγοῦσαν δὲ τὸ ἁμάξι αὐτὸ μὲ τὴν Κιβωτὸν ὁ Ὀζὰ καὶ οἱ ἀδελφοί του, οἱ υἱοὶ τοῦ Ἀμιναδάβ.
4 καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπορεύοντο ἔμπροσθεν τῆς κιβωτοῦ. 4 Οι αδελφοί αυτού εβάδιζαν με σεβασμόν εμπρός από την Κιβωτόν. 4 Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ὀζὰ μάλιστα ἐβάδιζαν ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης.
5 καὶ Δαυὶδ καὶ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ παίζοντες ἐνώπιον Κυρίου ἐν ὀργάνοις ἡρμοσμένοις ἐν ἰσχύϊ, καὶ ἐν ᾠδαῖς καὶ ἐν κινύραις καὶ ἐν νάβλαις καὶ ἐν τυμπάνοις καὶ ἐν κυμβάλοις καὶ ἐν αὐλοῖς. 5 Ο Δαυίδ και οι άλλοι Ισραιλίται επανηγύριζαν, παίζοντες ενώπιον της Κιβωτού όργανα μουσικά, κατάλληλα δια ισχυρούς τόνους, και άδοντες ωδάς. Τα δε μουσικά όργανα ήσαν κινύραι, νάβλαι, τύμπανα, κύμβαλα και αυλοί. 5 Καὶ καθὼς ἐπροχωροῦσε ἡ πομπή, ὁ Δαβὶδ καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἐχόρευαν καὶ ἐτραγουδοῦσαν δυνατὰ παίζοντας ὄργανα κατάλληλα διὰ ἰσχυροὺς ἤχους. Καὶ ἐπανηγύριζαν μὲ ᾠδὰς καὶ μὲ διάφορα μουσικὰ ὄργανα, μὲ κινύρας δηλαδή, μὲ νάβλας, μὲ τύμπανα, μὲ κύμβαλα καὶ μὲ αὐλούς.
6 καὶ παραγίνονται ἕως ἅλω Ναχών, καὶ ἐξέτεινεν ᾿Οζὰ τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ κατασχεῖν αὐτὴν καὶ ἐκράτησεν αὐτήν, ὅτι περιέσπασεν αὐτὴν ὁ μόσχος. 6 Η ιερά αυτή πομπή έφθασεν στο αλώνι του Ναχών. Εκεί ο Οζάς άπλωσε το χέρι του επάνω εις την Κιβωτόν του Θεού, να την κρατήση· και την, εκράτησε, διότι τα βόϊδια, που έσυραν την Κιβωτόν, την εταλάντευσαν και υπήρχε φόβος να πέση. 6 Μόλις ὅμως ἔφθασαν εἰς τὸ ἁλῶνι τοῦ Ναχών, ἅπλωσε ὁ Ὀζὰ τὸ χέρι του ἐπάνω εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης διὰ νὰ τὴν συγκρατήσῃ καὶ νὰ μὴ πέσῃ. Καὶ πράγματι τὴν σννεκράτησε, διότι ἀπὸ κάποιαν ἀπότομον κίνησιν, ποὺ ἔκανε τὸ μοσχάρι, μετεκινήθη καὶ ἐκινδύνευσε νὰ πέσῃ ἡ Κιβωτός.
7 καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος τῷ ᾿Οζά, καὶ ἔπαισεν αὐτὸν ἐκεῖ ὁ Θεός, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ παρὰ τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 7 Ο Θεός ωργίσθη πολύ εναντίον του Οζά, εκτύπησεν αυτόν και τον εθανάτωσεν στον τόπον εκείνον πλησίον της Κιβωτού, ενώπιον αυτού τούτου του Κυρίου. 7 Ὠργίσθη ὅμως ὁ Θεὸς πολὺ ἐναντίον τοῦ Ὀζά, διότι δὲν ἐπετρέπετο, ὡς λαϊκὸς ποὺ ἦτο, νὰ ἐγγίσῃ τὴν Κιβωτόν. Καὶ τὸν ἐπάταξεν ἐκεῖ ὁ Θεὸς καὶ πέθανε ἐπὶ τόπου, δίπλα εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
8 καὶ ἠθύμησε Δαυὶδ ὑπὲρ οὗ διέκοψε Κύριος διακοπὴν ἐν τῷ ᾿Οζά· καὶ ἐκλήθη ὁ τόπος ἐκεῖνος Διακοπὴ ᾿Οζὰ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 8 Ο Δαυίδ ελυπήθη πολύ, διότι δια του θανάτου διέκοψεν ο Κυριος την ζωήν του Οζά. Δια τούτο ο τόπος εκείνος ωνομάσθη “Διακοπή Οζά” μέχρι της ημέρας αυτής. 8 Ὁ δὲ Δαβὶδ ἐστενοχωρήθη πολὺ διὰ τὴν διακοπὴν αὐτὴν τῆς πανηγυρικῆς πομπῆς, ποὺ ἐπέβαλεν ὁ Κύριος μὲ τὸν θάνατον τοῦ Ὀζά. Δι' αὐτὸ καὶ ὁ τόπος ἐκεῖνος ὠνομάσθη ἀπὸ τότε καὶ εἶναι γνωστὸς μέχρι σήμερα μὲ τὴν ὀνομασίαν: «Διακοπὴ Ὀζά».
9 καὶ ἐφοβήθη Δαυὶδ τὸν Κύριον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγων· πῶς εἰσελεύσεται πρός με ἡ κιβωτὸς Κυρίου; 9 Ο Δαυίδ εφοβήθη τον Κυριον κατά την ημέραν εκείνην και είπε· “πως θα εισέλθη η Κιβωτός εις την πόλιν μου, πλησίον μου;” 9 Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐφοβήθη ὁ Δαβὶδ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὸν Κύριον καὶ ἔλεγε: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσέλθη καὶ νὰ μείνῃ ἡ Κιβωτὸς τοῦ ἁγίου Κυρίου εἰς τὸν τόπον, ὅπου διαμένω ἐγώ;»
10 καὶ οὐκ ἐβούλετο Δαυὶδ τοῦ ἐκκλῖναι πρὸς αὐτὸν τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου εἰς τὴν πόλιν Δαυίδ, καὶ ἀπέκλινεν αὐτὴν Δαυὶδ εἰς οἶκον ᾿Αβεδδαρὰ τοῦ Γεθθαίου. 10 Δια τούτο δεν ήθελεν ο Δαυίδ να φέρη την Κιβωτόν του Κυρίου εις την πόλιν Δαυίδ, αλλά την ωδήγησεν στον οίκον του Αβεδδαρά, ο οποίος κατήγετο από την Γέθ. 10 Καὶ ἤθελεν ὁ Δαβὶδ νὰ πάρῃ μαζί του τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Σιών, ποὺ ὡνομάζετο «πόλις Δαβίδ». Διὰ τοῦτο ἄλλαξε πορείαν ὁ Δαβὶδ καὶ ὠδήγησε τὴν Κιβωτὸν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ἀβεδδαρὰ τοῦ Γεθθαίου.
11 καὶ ἐκάθισεν ἡ κιβωτὸς τοῦ Κυρίου εἰς οἶκον ᾿Αβεδδαρὰ τοῦ Γεθθαίου μῆνας τρεῖς· καὶ εὐλόγησε Κύριος ὅλον τὸν οἶκον ᾿Αβεδδαρὰ καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ. 11 Η Κιβωτός του Κυρίου παρέμεινεν στον οίκον Αβεδδαρά του Γεθθαίου επί τρεις μήνας. Ο δε Κυριος ηυλόγησε τον οίκον του Αδεδδαρά και όλα όσα ανήκον εις αυτόν. 11 Παρέμεινε δὲ ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ἀβεδδαρὰ τοῦ Γεθθαίου ἐπὶ τρεῖς μῆνας. Καὶ ὁ Κύριος εὐλόγησε ὅλο τὸ σπίτι τοῦ Ἀβεδδαρὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του.
12 καὶ ἀπηγγέλη τῷ βασιλεῖ Δαυὶδ λέγοντες· εὐλόγησε Κύριος τὸν οἶκον ᾿Αβεδδαρὰ καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ ἕνεκα τῆς κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ ἀνήγαγε τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου ἐκ τοῦ οἴκου ᾿Αβεδδαρὰ εἰς τὴν πόλιν Δαυὶδ ἐν εὐφροσύνῃ. 12 Εγνωστοποίηοαν στον βασιλέα Δαυίδ το γεγονός και του είπαν· “ο Κυριος ηυλόγησε την οικογένειαν του Αβεδδαρά και όλα όσα ανήκουν εις αυτόν λόγω της Κιβωτού, που μένει εις την οικίαν του”. Ο Δαυίδ γεμάτος θάρρος και σεβασμόν προς τον Θεόν μετέβη και μετέφερε την Κιβωτόν του Κυρίου από τον οίκον του Αβεδδαρά εις την πόλιν Δαυίδ, με χαρμόσυνον πομπήν. 12 Ἀνεκοίνωσαν δὲ τὸ γεγονὸς εἰς τὸν βασιλέα Δαβὶδ καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἐξ αἰτίας τῆς Κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ εὑλόγησεν ὁ Κύριος τὸ σπίτι τοῦ Ἀβεδδαρὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του». Κατόπιν τούτου ἐπῆγε ὁ Δαβὶδ καὶ ἐπῆρε καὶ ἀνέβασε μὲ χαρμόσυνον πομπὴν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ Ἀβεδδαρὰ εἰς τὸν λόφον, ὅπου εὑρίσκετο ἡ «πόλις Δαβίδ».
13 καὶ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ αἴροντες τὴν κιβωτὸν ἑπτὰ χοροὶ καὶ θῦμα μόσχος καὶ ἄρνες. 13 Επτά χοροί ήσαν μαζή του, οι οποίοι μετέφεραν την Κιβωτόν, αφού προηγουμένως προσέφεραν θυσίαν ένα μόσχον και αμνούς. 13 Κατὰ τὴν μεταφορὰν ἦσαν μαζί του καὶ ἐσήκωναν τὴν κιβωτὸν ἑπτὰ χοροὶ Ἱερέων καὶ Λευϊτῶν. Μόλις δὲ ἐξεκίνησαν, προσέφεραν θυσίαν εἰς τὸν Κύριον μοσχάρι καὶ ἀρνιά.
14 καὶ Δαυὶδ ἀνεκρούετο ἐν ὀργάνοις ἡρμοσμένοις ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ὁ Δαυὶδ ἐνδεδυκὼς στολὴν ἔξαλλον. 14 Ο ίδιος ο Δαυίδ έπαιζεν εκλεκτά μουσικά όργανα ενώπιον του Κυρίου, έφερε δε ενδυμασίαν όχι την βασιλικήν, αλλά άλλην απλήν και ταπεινήν. 14 Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Δαβὶδ ἔπαιζε μὲ τὰ εἰδικὰ μουσικὰ ὄργανα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἐμπρὸς δηλαδὴ εἰς τὴν Κιβωτόν. Ἐφοροῦσε μάλιστα ὁ Δαβὶδ στολὴν ἐντελῶς ἀσυνήθιστον διὰ βασιλέα, λινῆν καὶ πολὺ ἁπλῆν.
15 καὶ Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ οἶκος ᾿Ισραὴλ ἀνήγαγον τὴν κιβωτὸν Κυρίου μετὰ κραυγῆς καὶ μετὰ φωνῆς σάλπιγγος. 15 Ο Δαυίδ και όλος ο ισραηλιτικός λαός μετέφεραν την Κιβωτόν με κραυγάς αγαλλιάσεως και με ήχους σαλπίγγων. 15 Ἔτσι ὁ Δαβὶδ καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ἀνέβαζαν πρὸς τὴν Σιὼν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου μὲ ἀλαλαγμοὺς ἐνθουσιασμοῦ καὶ μὲ ἤχους σαλπίγγων.
16 καὶ ἐγένετο τῆς κιβωτοῦ παραγινομένης ἕως πόλεως Δαυὶδ καὶ Μελχὸλ ἡ θυγάτηρ Σαοὺλ διέκυπτε διὰ τῆς θυρίδος καὶ εἶδε τὸν βασιλέα Δαυὶδ ὀρχούμενον καὶ ἀνακρουόμενον ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐξουδένωσεν αὐτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. 16 Οταν η Κιβωτός έφθασεν εις την “πόλιν Δαυίδ”, η σύζυγος του Δαυίδ, η Μελχόλ, θυγάτηρ του Σαούλ, έκυψεν από το παράθυρόν της και είδε τον σύζυγόν της, τον βασιλέα, να χορεύη και να παίζη μουσικά όργανα ενώπιον της Κιβωτού του Κυρίου. Εσωτερικώς τον επέκρινε και τον εξουδένωσε. 16 Καθὼς ὅμως ἔφθανεν ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης εἰς τὴν «πόλιν Δαβίδ», ἔσκυψεν ἀπὸ τὸ παραθυρον τῆς οἰκίας της ἡ Μελχόλ, ἡ κόρη τοῦ Σαούλ, καὶ εἶδε τὸν βασιλέα Δαβὶδ νὰ χορεύῃ καὶ νὰ παίζῃ τὰ μουσικὰ ὄργανα ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τοῦ Κυρίου καὶ τὸν κατέκρινε μέσα της καὶ ἠσθάνθη περιφρόνησιν ἀπέναντί του.
17 καὶ φέρουσι τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου καὶ ἀνέθησαν αὐτὴν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς εἰς μέσον τῆς σκηνῆς, ἧς ἔπηξεν αὐτῇ Δαυίδ· καὶ ἀνήνεγκε Δαυὶδ ὁλοκαυτώματα ἐνώπιον Κυρίου καὶ εἰρηνικάς. 17 Μετέφεραν εν τέλει την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου και την ετοποθέτησαν στον τόπον της, στο μέσον της σκηνής, την οποίαν είχε στήσει ο Δαυίδ. Ο Δαυίδ κατά την ώραν εκείνην προσέφερεν ολοκαυτώματα και άλλας ειρηνικάς θυσίας. 17 Ἡ δὲ πομπὴ ἐσυνέχισε τὴν πορείαν της καὶ ἔφεραν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐτοποθέτησαν εἰς τὴν θέσιν της, εἰς τὸ μέσον δηλαδὴ τῆς σκηνῆς ποὺ ἔστησεν εἰδικῶς διὰ τὴν Κιβωτὸν ὁ Δαβίδ. Κατόπιν προσέφερεν ὁ Δαβὶδ θυσίας ἐνώπιον τῆς Κιβωτοῦ τοῦ Κυρίου. Προσέφερε συγκεκριμένως ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας εἰρηνικὰς «σωτηρίου».
18 καὶ συνετέλεσε Δαυὶδ συναναφέρων τὰς ὁλοκαυτώσεις καὶ τὰς εἰρηνικὰς καὶ εὐλόγησε τὸν λαὸν ἐν ὀνόματι Κυρίου τῶν δυνάμεων. 18 Οταν ο Δαυίδ επεράτωσε την προσφοράν των ολοκαυτωμάτων και των ειρηνικών θυσιών, ευλόγησε τον λαόν εν ονόματι του Κυρίου των δυνάμεων. 18 Καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσεν ὁ Δαβὶδ τὴν προσφορὰν τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ τῶν εἰρηνικῶν θυσιῶν, εὐλόγησε τὸν λαὸν ἐν ὀνόματι Κυρίου τῶν δυνάμεων.
19 καὶ διεμέρισε παντὶ τῷ λαῷ εἰς πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ Δὰν ἕως Βηρσαβεὲ καὶ ἀπό ἀνδρὸς ἕως γυναικός, ἑκάστῳ κολλυρίδα ἄρτου καὶ ἐσχαρίτην καὶ λάγανον ἀπὸ τηγάνου· καὶ ἀπῆλθε πᾶς ὁ λαὸς ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 19 Εμοίρασε δε εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και εις όλον τον στρατόν, από την πόλιν Δαν μέχρι και της Βηρσαβεέ, εις άνδρας και εις γυναίκας, από ένα περιποιημένον άρτον, ένα κομμάτι κρέας ψητό και ένα σταφιδόψωμο. Κατόπιν όλοι επέστρεψαν εις τα σπίτια των. 19 Ἐμοίρασε δὲ ὡς εὐλογίαν εἰς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, εἰς ὅλην τὴν συνάθροισιν τῶν Ἰσραηλιτῶν ποὺ ἦλθαν ἀπὸ τὴν Δάν, τὴν βορειοτέραν πόλιν τῆς χώρας, ἕως τὴν νοτιωτέραν πόλιν Βηρσαβεέ, εἰς τοὺς ἄνδρας καὶ εἰς τὰς γυναῖκας, ἕνα στρογγυλὸ ψωμάκι εἰς τὸν καθένα, καὶ ἕνα κομμάτι κρέας ψημένο, καὶ μίαν τηγανίταν μὲ μέλι (ἢ γλύκισμα μὲ σταφίδα). Καὶ μετὰ ταῦτα οἱ Ἰσραηλῖται ἐγύρισαν καθένας εἰς τὸ σπίτι του.
20 καὶ ἐπέστρεψε Δαυὶδ εὐλογῆσαι τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθε Μελχὸλ ἡ θυγάτηρ Σαοὺλ εἰς ἀπάντησιν Δαυὶδ καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν καὶ εἶπε· τί δεδόξασται σήμερον ὁ βασιλεὺς ᾿Ισραήλ, ὃς ἀπεκαλύφθη σήμερον ἐν ὀφθαλμοῖς παιδισκῶν τῶν δούλων ἑαυτοῦ, καθὼς ἀποκαλύπτεται ἀποκαλυφθεὶς εἷς τῶν ὀρχουμένων; 20 Επέστρεψε και ο Δαυίδ στο σπίτι του και ηυλόγησεν αυτό. Η Μελχόλ, η σύζυγός του, η θυγάτηρ του Σαούλ, εβγήκε να τον προϋπαντήση και να του ευχηθή το “καλώς ώρισε”. Κατόπιν δε του είπεν ειρωνικώς· “πόσον πολύ εδοξάσθη σήμερον ο βασιλεύς του Ισραήλ, ο οποίος δια να χορεύση έβγαλε τα ενδύματα αυτού εμπρός εις τας δούλας και στους δούλους του και εγυμνώθη, όπως γυμνώνεται ο οιοσδήποτε κοινός χορευτής !” 20 Ἐν συνεχείᾳ ἐπέστρεψεν ὁ Δαβὶδ εἰς τὴν οἰκίαν του, διὰ νὰ εὐλογήσῃ καὶ τὴν ἰδικήν του οἰκογένειαν. Καὶ ἐβγῆκε ἡ Μελχόλ, ἡ κόρη τοῦ Σαούλ, διὰ νὰ προϋπαντήσῃ τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν καλωσώρισε καὶ εἶπεν εἰρωνικῶς: «Πόσον ἐδοξάσθη ἀλήθεια σήμερα ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ ἔβγαλε τὰ βασιλικά του ἐνδύματα ἐμπρὸς εἰς τὰς ὑπηρετρίας τῶν δούλων του κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν, ὅπως γυμνώνεται ἕνας οἱοσδήποτε χορευτής!»
21 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Μελχόλ· ἐνώπιον Κυρίου ὀρχήσομαι· εὐλογητὸς Κύριος, ὃς ἐξελέξατό με ὑπὲρ τὸν πατέρα σου καὶ ὑπὲρ πάντα τὸν οἶκον αὐτοῦ τοῦ καταστῆσαί με εἰς ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ᾿Ισραήλ· καὶ παίξομαι καὶ ὀρχήσομαι ἐνώπιον Κυρίου 21 Ο Δαυίδ απήντησε προς αυτήν “εγώ θα χορεύσω, χωρίς να εντρέπωμαι, ενώπιον του Κυρίου μου, ο οποίος με εξέλεξε βασιλέα αντί του πατρός σου και αντί της οικογενείας σου, δια να γίνω αρχηγός του λαού του, του ισραηλιτικού. Θα παίξω, λοιπόν, μουσικά όργανα και θα χορεύσω ενώπιον του Κυρίου, δια να δοξάσω τον Κυριον. 21 Ὁ Δαβὶδ ὅμως ἀπήντησεν ὡς ἑξῇς εἰς τὰ εἰρωνικὰ αὐτὰ λόγια τῆς Μελχόλ: «Μάλιστα! Θὰ χορεύσω ἐνώπιον τοῦ Κυρίου! Πρέπει νὰ ὑμνῆται ὁ Κύριος, ποὺ μὲ ἐδιάλεξε ὡς καλύτερον ἀπὸ τὸν πατέρα σου καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν οἰκογένειάν του, ὥστε νὰ μὲ κάνῃ βασιλέα τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ! Σοῦ λέγω καὶ σοῦ ἐπαναλαμβάνω ὅτι καὶ θὰ παίξω μὲ τὰ μουσικὰ ὄργανα καὶ θὰ χορεύσω ἐνώπιον τοῦ Κυρίου!
22 καὶ ἀποκαλυφθήσομαι ἔτι οὕτως καὶ ἔσομαι ἀχρεῖος ἐν ὀφθαλμοῖς σου καὶ μετὰ τῶν παιδισκῶν, ὧν εἶπάς με μὴ δοξασθῆναι. 22 Θα βγάλω τα βασιλικά μου ενδύματα, έστω και αν πρόκειται να φανώ τιποτένιος εις τα μάτια σου, και θα χορεύσω μαζή με τας δούλας, ενώπιον των οποίων μου είπες να μη ταπεινώνομαι έτσι”. 22 Καὶ θὰ βγάλω καὶ ἄλλα ἀκόμη ἀπὸ τὰ λαμπρὰ βασιλικὰ φορέματά μου. Ναί! Θὰ γίνω ἄξιος περιφρονήσεως ἐμπρός σου! Καὶ θὰ εἶμαι σὰν αὐτὰς τὰς κατωτέρας καὶ ταπεινὰς δούλας, διὰ νὰ τιμῶμαι ἀπὸ αὐτάς, ἐμπρὸς εἰς τὰς ὁποίας εἶπες ὅτι δὲν πρέπει νὰ ταπεινώνωμαι καὶ νὰ ἐξευτελίζωμαι!»
23 καὶ τῇ Μελχὸλ θυγατρὶ Σαοὺλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν. 23 Επειδή έτσι ωμίλησεν η Μελχόλ, η θυγάτηρ του Σαούλ προς τον Δαυίδ, δεν απέκτησε παιδί μέχρι του θανάτου της. 23 Ἡ δὲ Μελχόλ, ἡ κόρη τοῦ Σαούλ, ἐτιμωρήθη διὰ τὰ λόγια της αὐτὰ καὶ δὲν ἀπέκτησε παιδὶ ἕως τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου της.