Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 (ΚΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ προσέθετο ὀργὴν Κύριος ἐκκαῆναι ἐν ᾿Ισραήλ, καὶ ἐπέσεισε τὸν Δαυὶδ ἐν αὐτοῖς λέγων· βάδιζε, ἀρίθμησον τὸν ᾿Ισραὴλ καὶ τὸν ᾿Ιούδαν. 1 Ηναψε πάλιν η οργή του Κυρίου εναντίον του Ισραηλιτικού λαού, διότι ο διάβολος παρώθησε τον Δαυίδ εις μίαν πτώσιν υποβαλών εις αυτόν την κατωτέρω ιδέαν· “Εμπρός, πήγαινε και κάμε αρίθμησιν του ισραηλιτικού λαού και της φυλής του Ιούδα”. 1 Καὶ ἄναψε πάλιν ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου ἐναντίον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἠνέχθη ὠργισμένος τὴν πραγματοποίησιν μιᾶς ἀποφάσεως τοῦ Δαβίδ, ποὺ τὴν εἰσηγήθη ὁ Διάβολος καὶ ἀπέβη τελικῶς εἰς βάρος τῶν Ἰσραηλιτῶν. Τοῦ εἶπε δηλαδὴ ὁ Κύριος: «Ἐφ' ὅσον θέλεις, πήγαινε καὶ ἀρίθμησε τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ τοὺς Ἰουδαίους».
2 καὶ εἶπεν ὀ βασιλεὺς πρὸς ᾿Ιωὰβ ἄρχοντα τῆς ἰσχύος τὸν μετ' αὐτοῦ· δίελθε δὴ πάσας φυλὰς ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδα, ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ καὶ ἐπίσκεψαι τὸν λαόν, καὶ γνώσομαι τὸν ἀριθμὸν τοῦ λαοῦ. 2 Ο βασιλεύς, παρασυρθείς από τον πειρασμόν αυτόν, είπε προς τον αρχηγόν του στρατεύματός του τον Ιωάβ, ο οποίος ήτο πάντοτε μαζή του· “σε παρακαλώ να διαβής από όλας τας φυλάς του Ισραηλιτικού βασιλείου και από την φυλήν Ιούδα, από την βορεινήν Δαν μέχρι την Βηρσαβεέ, που ευρίσκεται προς νότον, και κάμε καταμέτρησιν όλων αυτών, δια να μάθω τον αριθμόν του στρατού”. 2 Καὶ ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ εἶπεν εἰς τὸν Ἰωάβ, ποὺ ἦτο ἀρχιστράτηγος τοῦ στρατοῦ του καὶ συμπαρίστατο εἰς τὸν Δαβίδ: «Θέλω νὰ περάσῃς μέσα ἀπὸ ὅλας τὰς φυλὰς τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ Ἰουδαίων, ἀπὸ τὴν Δάν, ποὺ εἶναι εἰς τὸν βορρᾶν, ἕως τὴν Βηρσαβεὲ εἰς τὸν νότον, καὶ νὰ καταμετρήσῃς ὅλον τὸν λαόν, ὥστε νὰ γνωρίσω πόσοι ἐν συνόλῳ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὸν λαόν μου».
3 καὶ εἶπεν ᾿Ιωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα· καὶ προσθείη Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς τὸν λαὸν ὥσπερ αὐτοὺς καὶ ὥσπερ αὐτοὺς ἑκατονταπλασίονα, καὶ ὀφθαλμοὶ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως ὁρῶντες· καὶ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς ἱνατί βούλεται ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ; 3 Ο Ιωάβ απήντησε προς τον βασιλέα· “είθε Κυριος ο Θεός να πολλαπλασιάση τον λαόν σου, ώστε να είναι εκατόν φορές περισσότεροι, από όσοι είναι σήμερον και έτσι οι οφθαλμοί του κυρίου μου, του βασιλέως, να τους βλέπουν και να χαίρωνται από το πλήθος αυτό. Διατί όμως ο κύριός μου και βασιλεύς θέλει να γίνη αυτή η αρίθμησις, η οποία προφανώς δεν είναι σύμφωνος με το θέλημα του Θεού;” 3 Ὁ δὲ Ἰωὰβ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς τὸν βασιλέα: «Μάκαρι νὰ προσθέσῃ Κύριος ὁ Θεὸς εἰς τὸν λαόν μας ἑκατὸν φορὲς περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι εἶναι τώρα καὶ νὰ γίνουν ἀσυγκρίτως περισσότεροι ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἔχομεν εἰς τὸ παρόν, καὶ νὰ τοὺς βλέπῃ ὅλους ὁ κύριός μου καὶ βασιλεὺς ὡς ὑποτελεῖς του καὶ νὰ χαίρεται. Διατὶ ὅμως ἀπεφάσισε ὁ κύριός μου καὶ βασιλεὺς καὶ θέλει νὰ κάνῃ αὐτὴν τὴν ἀπογραφήν;»
4 καὶ ὑπερίσχυσεν ὀ λόγος τοῦ βασιλέως πρὸς ᾿Ιωὰβ καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως. καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωὰβ καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς ἰσχύος ἐνώπιον τοῦ βασιλέως ἐπισκέψασθαι τὸν λαὸν τὸν ᾿Ισραήλ. 4 Ο βασιλεύς όμως επέμενε και επεκράτησεν η διαταγή του προς τον Ιωάβ και προς τους κατωτέρους άρχοντας του στρατού. Ο Ιωάβ και οι άλλοι άρχοντες του στρατεύματος υπακούοντες εις την διαταγήν του βασιλέως εξήλθον από τον βασιλικόν οίκον και επροχώρησαν, δια να κάμουν καταμέτρησιν του Ισραηλιτικού λαού. 4 Ὅμως παρὰ τὴν κάποιαν ἀντίρρησιν τοῦ Ἰωὰβ ἐπεκράτησε τελικῶς ἡ γνώμη τοῦ βασιλέως καὶ διετάχθησαν ὁ Ἰωὰβ καὶ οἱ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ τοῦ στρατεύματος νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἀπόφασιν τοῦ βασιλέως. Καὶ ἐβγῆκαν πράγματι ἀπὸ τὸ ἀνάκτορον τοῦ βασιλέως ὁ Ἰωὰβ καὶ οἰ ἀξιωματικοι τοῦ στρατοῦ καὶ ἐπῆγαν νὰ καταμετρήσουν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
5 καὶ διέβησαν τὸν ᾿Ιορδάνην καὶ παρενέβαλον ἐν ᾿Αροὴρ ἐκ δεξιῶν τῆς πόλεως τῆς ἐν μέσῳ τῆς φάραγγος Γὰδ καὶ ᾿Ελιέζερ. 5 Επέρασαν τον Ιορδάνην ποταμόν και ήρχισαν από την Αροήρ και από την πόλιν, που ευρίσκεται εκ δεξιών στο μέσον της κοιλάδος Γαδ και Ελιέζερ. 5 Ἐπέρασαν λοιπὸν τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν καὶ ἐστρατοπέδευσαν εἰς τὴν πόλιν Ἀροὴρ καὶ ἄρχισαν τὴν καταγραφὴν ἀπὸ τὴν πόλιν αὐτήν, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὰ δεξιὰ τῆς ἄλλης ὁμωνύμου πόλεως, ποὺ ἦτο εἰς τὸ μέσον τῆς κοιλάδος Γὰδ καὶ Ἐλιέζερ.
6 καὶ ἦλθον εἰς Γαλαὰδ καὶ εἰς γῆν Θαβασών, ἥ ἐστιν ᾿Αδασαί, καὶ παρεγένοντο εἰς Δανιδὰν καὶ Οὐδὰν καὶ ἐκύκλωσαν εἰς Σιδῶνα. 6 Από εκεί επροχώρησαν εις την χώραν Γαλαάδ και εις την χώραν Θαβασών, η οποία είναι η Αδασαί, έφθασαν εις Δανιδάν και Ουδάν και επροχώρησαν κύκλω προς την Σιδώνα. 6 Ἐν συνεχείᾳ ἦλθαν εἰς τὴν χώραν Γαλαὰδ καὶ τὴν περιοχὴν Θαβασών, ποὺ εἶναι γνωστὴ καὶ μὲ τὸ ὄνομα Ἀδασαί, καὶ ἔφθασαν εἰς τὰς πόλεις Δανιδὰν καὶ Οὐδάν. Ἐπῆραν δὲ κυκλικὴν κατεύθυνσιν, μὲ ἀφετηρίαν τὰ νοτιοανατολικὰ σύνορα τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν Φοινικικὴν πόλιν Σιδῶνα, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὰ βορειοδυτικὰ σύνορα τῆς χώρας των.
7 καὶ ἦλθον εἰς Μάψαρ Τύρου καὶ εἰς πάσας τὰς πόλεις τοῦ Εὐαίου καὶ τοῦ Χαναναίου καὶ ἦλθαν κατὰ νότον ᾿Ιούδα εἰς Βηρσαβεὲ 7 Από εκεί ήλθον εις Μαψαρ της Τυρου και εις όλας τας πόλεις των Ευαίων και των άλλων Χαναναίων. Επροχώρησαν και έφθασαν στο νότιον μέρος της φυλής Ιούδα εις την Βηρσαβεέ. 7 Κατόπιν ἦλθαν εἰς τὴν ὀχυρὰν περιοχὴν Μάψαρ, κοντὰ εἰς τὴν Τύρον, καὶ εἰς ὅλας τὰς πόλεις, ὅπου ἔμεναν οἱ Εὐαῖοι καὶ οἱ Χαναναῖοι, καὶ ἔφθασαν τελικῶς εἰς τὰ νότια μέρη τῆς χώρας, ὅπου ἔμεναν οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ καπέληξαν εἰς τὴν πόλιν Βηρσαβεέ.
8 καὶ περιώδευσαν ἐν πάσῃ τῇ γῇ καὶ παρεγένοντο ἀπὸ τέλους ἐννέα μηνῶν καὶ εἴκοσιν ἡμερῶν εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 8 Περιώδευσαν όλην την χώραν και έπειτα από πορείαν εννέα μηνών και είκοσι ημερών επανήλθον εις την Ιερουσαλήμ. 8 Καὶ ἀφοῦ περιώδευσαν ὅλην τὴν ἐπικράτειαν τοῦ βασιλέως Δαβίδ, ἐπέστρεψαν μετὰ ἀπὸ ἐννέα μῆνας καὶ εἴκοσι ἡμέρας εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
9 καὶ ἔδωκεν ᾿Ιωὰβ τὸν ἀριθμὸν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἐγένετο ᾿Ισραὴλ ὀκτακόσιαι χιλιάδες ἀνδρῶν δυνάμεως σπωμένων ρομφαίαν καὶ ἀνὴρ ᾿Ιούδα πεντακόσιαι χιλιάδες ἀνδρῶν μαχητῶν. 9 Ο Ιωάβ παρέδωκεν στον βασιλέα Δαυίδ τον αριθμόν της καταμετρήσεως του λαού. Ησαν οκτακόσιαι χιλιάδες ανδρών από τας άλλας φυλάς των Ισραηλιτών και πεντακόσιαι χιλιάδες από την φυλήν του Ιούδα, όλοι αυτοί οι οποίοι ημπορούσαν να μάχωνται χειριζόμενοι την σπάθην. 9 Καὶ παρέδωσεν ὁ Ἰωὰβ εἰς τὸν βασιλέα τὸν συνολικὸν ἀριθμὸν τῆς ἀπογραφὴς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Συμφώνως δὲ πρὸς τὴν ἀπογραφὴν αὐτὴν αἱ φυλαὶ τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ ἦσαν πρὸς βορρᾶν, διέθεταν ὀκτακοσίας χιλιάδας ἰσχυρῶν ἀνδρῶν, ποὺ ἠμποροῦσαν νὰ κρατήσουν καὶ νὰ χειρισθοῦν τὴν ρομφαίαν. Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὸν νότον, εἶχαν πεντακοσίας χιλιάδας στρατιωτῶν.
10 καὶ ἐπάταξε καρδία Δαυὶδ αὐτὸν μετὰ τὸ ἀριθμῆσαι τὸν λαόν, καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Κύριον· ἥμαρτον σφόδρα, ὃ ἐποίησα νῦν, Κύριε· παραβίβασον δὴ τὴν ἀνομίαν τοῦ δούλου σου, ὅτι ἐμωράνθην σφόδρα. 10 Ο Δαυίδ όμως ησθάνθη τύψεις συνειδήσεως έπειτα από την καταμέτρησιν αυτήν του λαού και είπε προς τον Κυριον· “Κυριε, ημάρτησα πάρα πολύ δι' αυτό το οποίον έκαμα. Σε παρακαλώ συγχώρησε την αμαρτίαν αυτήν του δούλου σου, διότι συμπεριεφέρθην κατά ένα πολύ μωρόν τρόπον”. 10 Μετὰ τὴν ἀπογραφὴν ὅμως τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ὁ Δαβὶδ ἠσθάνθη δριμεῖς ἐλέγχους συνειδήσεως καὶ εἶπε συντετριμμένος πρὸς τὸν Κύριον ὁ βασιλεύς: «Διέπραξα πολὺ μεγάλην ἁμαρτίαν μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανα τώρα, Κύριε. Συγχώρησε, Σὲ παρακαλῶ, τὴν παρανομίαν τοῦ δούλου Σου, διότι ἐνήργησα σὰν πολὺ ἀνόητος ἄνθρωπος».
11 καὶ ἀνέστη Δαυὶδ τὸ πρωΐ. καὶ λόγος Κυρίου ἐγένετο πρὸς Γὰδ τὸν προφήτην τὸν ὁρῶντα λέγων· 11 Εξύπνησε την άλλην ημέραν το πρωί ο Δαυίδ, ο δε Κυριος είπε προς τον προφήτην Γαδ, τον βλέποντα τα μέλλοντα· 11 Καὶ ὅταν ἐξύπνησε τὸ πρωὶ ὁ Δαβίδ, ἐλάλησεν ὁ Κύριος εἰς τὸν προφήτην Γάδ, ποὺ ἦτο τότε ὁ βλέπων τὸ μέλλον καὶ ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Κυρίου, καὶ τοῦ εἶπε:
12 πορεύθητι καὶ λάλησον πρὸς Δαυὶδ λέγων· τάδε λέγει Κύριος· τρία ἐγώ εἰμι αἴρω ἐπὶ σέ, καὶ ἔκλεξαι σεαυτῷ ἓν ἐξ αὐτῶν καὶ ποιήσω σοι. 12 “Πηγαινε και ειπέ στον Δαυίδ· Αυτά λέγει ο Κυριος· Εγώ ο Κυριος θέτω ενώπιόν σου τρία τινά. Διάλεξε συ ένα από αυτά και εγώ θα το θέσω εις εφαρμογήν”. 12 «Πήγαινε νὰ μιλήσῃς εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἐγώ, ποὺ ἐξουσιάζω τὰ πάντα, σοῦ προτείνω τρία πράγματα. Διάλεξε σὺ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ κάνω».
13 καὶ εἰσῆλθε Γὰδ πρὸς Δαυὶδ καὶ ἀνήγγειλε καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἔκλεξαι σεαυτῷ γενέσθαι, εἰ ἔλθῃ σοι τρία ἔτη λιμὸς ἐν τῇ γῇ σου, ἢ τρεῖς μῆνας φεύγειν σε ἔμπροσθεν τῶν ἐχθρῶν σου καὶ ἔσονται διώκοντές σε, ἢ γενέσθαι τρεῖς ἡμέρας θάνατον ἐν τῇ γῇ σου· νῦν οὖν γνῶθι καὶ ἰδὲ τί ἀποκριθῶ τῷ ἀποστείλαντί με ρῆμα. 13 Ο Γαδ ήλθε προς τον Δαυίδ, ανήγγειλεν εις αυτόν τα λόγια του Θεού και του είπε· “διάλεξε δια τον εαυτόν σου, τι προτιμάς να γίνη· να πέση επί τρία έτη πείνα εις την χώραν σου η επί τρεις μήνας να φύγης καταδιωκόμενος από τους εχθρούς σου η να πέση θανατικόν επί τρεις ημέρας στον λαόν της χώρας σου. Τωρα λοιπόν σκέψου και πές μου, τι να απαντήσω στον Κυριον, ο οποίος με απέστειλε”. 13 Καὶ πράγματι ἐμβῆκε ὁ Γὰδ εἰς τὸ ἀνάκτορον τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ ἀνήγγειλεν ὅ,τι τὸν διέταξεν ὁ Θεὸς καὶ τοῦ εἶπε: «Διάλεξε τί θέλεις νὰ γίνῃ εἰς τὸ βασίλειόν σου: Προτιμᾷς νὰ πέσῃ πεῖνα εἰς τὴν χώραν σου ἐπὶ τρία χρόνια, ἡ θέλεις νὰ σὲ νικοῦν καὶ νὰ σὲ καταδιῴκουν οἱ ἐχθροί σου καὶ νὰ φεύγῃς πανικόβλητος ἐμπρός των ἐπὶ τρεῖς μῆνας, ἡ προτιμᾷς νὰ πέσῃ θανατικὸ εἰς τὴν χώραν σου ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας; Σκέψου λοιπὸν καὶ κοίταξε τί σὲ συμφέρει, διὰ νὰ ἀπαντήσω καὶ ἐγὼ ἀναλόγως εἰς Ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε».
14 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Γάδ· στενά μοι πάντοθεν σφόδρα ἐστίν· ἐμπεσοῦμαι δὴ εἰς χεῖρας Κυρίου, ὅτι πολλοὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ σφόδρα, εἰς δὲ χεῖρας ἀνθρώπου οὐ μὴ ἐμπέσω· 14 Ο Δαυίδ είπε προς τον Γαδ «μεγάλη στενοχώρια και θλίψις ολόγυρά μου. Αντί να πέσω εις τα χέρια εχθρών ανθρώπων, προτιμώ να πέσω εις τα χέρια του Κυρίου, διότι αυτός είναι πολυέλεος”. 14 Καὶ εἶπεν ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν Γάδ: «Εἶμαι κλεισμένος ἀπὸ παντοῦ καὶ εὑρίσκομαι εἰς πολὺ δύσκολον θέσιν. Προτιμῶ λοιπὸν νὰ πέσω εἰς τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τιμωρηθῶ ἀπ' εὐθείας ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι πολυεύσπλαγχνος, παρὰ νὰ πέσω εἰς τὰ χέρια ἀνθρώπου».
15 καὶ ἐξελέξατο ἑαυτῷ Δαυὶδ τὸν θάνατον. καὶ ἡμέραι θερισμοῦ πυρῶν, καὶ ἔδωκε Κύριος θάνατον ἐν ᾿Ισραὴλ ἀπὸ πρωΐθεν ἕως ὥρας ἀρίστου, καὶ ἤρξατο ἡ θραῦσις ἐν τῷ λαῷ, καὶ ἀπέθανεν ἐκ τοῦ λαοῦ ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ ἑβδομήκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν. 15 Και ο Δαυίδ επροτίμησε την θανατηφόρον επιδημίαν. Ησαν δε τότε αι ημέραι του θερισμού των σιτηρών. Εστειλεν ο Κυριος θανατικόν μεταξύ των Ισραηλιτών από την πρωΐαν έως τας απογευματινάς ώρας. Ηρχισεν η θραύσις του θανάτου μεταξύ του Ισραηλιτικού λαού και απέθανον από τον λαόν, από την πόλιν Δαν μέχρι και την Βηρσαβεέ, εβδόμηκοντα χιλιάδες άνδρες. 15 Ἔτσι ἀπὸ τὰ τρία, ποὺ τοῦ ἐπρότεινε ὁ Θεός, ἐδιάλεξε ὁ Δαβὶδ τὸν θάνατον. Τότε δὲ ἦτο ἡ ἐποχή, ποὺ ἐθέριζαν τὰ σιτηρά. Καὶ ἔστειλεν ὁ Κύριος θανατικὸ εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ πέθαιναν ἀπὸ τὸ πρωῒ ἕως τὴν ὥραν τοῦ μεσημβρινοῦ φαγητοῦ. Καὶ ἄρχισε ἔτσι ἡ θανάτωσις τοῦ λαοῦ. Πέθαναν δὲ εἰς ὅλην τὴν χώραν, ἀπὸ τὴν Δὰν ἕως τὴν Βηρσαβεέ, κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἑβδομῆντα χιλιάδες ἄνδρες.
16 καὶ ἐξέτεινεν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τοῦ διαφθεῖραι αὐτήν, καὶ παρεκλήθη Κύριος ἐπὶ τῇ κακίᾳ καὶ εἶπε τῷ ἀγγέλῳ τῷ διαφθείροντι ἐν τῷ λαῷ· πολὺ νῦν, ἄνες τὴν χεῖρά σου· καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἦν παρὰ τῇ ἅλῳ ᾿Ορνὰ τοῦ ᾿Ιεβουσαίου. 16 Ο τιμωρός, άγγελος του Θεού άπλωσε το χέρι του εναντίον της Ιερουσαλήμ, δια να καταστρέψη και αυτήν. Ο Κυριος όμως ηρκέσθη με την έως εδώ τιμωρίαν και ανεκάλεσε την απόφασίν του δια την επέκτασίν του θανάτου και είπεν στον άγγελον, τον εντεταλμένον να αποστείλη θάνατον στον λαόν· “αρκετά έως εδώ. Σταμάτησε το χέρι σου”. Και ο άγγελος του Κυρίου ευρίσκετο τότε στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου. 16 Ἄπλωσε δὲ τὸ χέρι του ὁ ἐξολοθρευτὴς ἄγγελος, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ τὴν καταστρέψῃ καὶ αὐτήν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς δὲν ἠθέλησε νὰ συνεχισθῇ τὸ κακόν. Ἠρκέσθη εἰς τὴν ἕως τότε τιμωρίαν. Τοὺς ἐλυπήθη καὶ εἶπεν εἰς τὸν ἄγγελόν Του, ποὺ ἐθανάτωνε τὸν λαόν: «Ἀρκετὰ ἕως τώρα! Τράβηξε τὸ χέρι σου ἀπὸ ἐδῶ. Μὴ συνέχιζῃς τὴν τιμωρίαν». Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ ἄγγελος αὐτὸς τοῦ Κυρίου εὑρίσκετο κοντὰ εἰς τὸ ἁλῶνι το·υ Ὀρνὰ τοῦ Ἰεβουσαίου.
17 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Κύριον ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτὸν τὸν ἄγγελον τὸν τύπτοντα ἐν τῷ λαῷ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ εἰμι ἠδίκησα καὶ ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ἐκακοποίησα, καὶ οὗτοι τὰ πρόβατα τί ἐποίησαν; γενέσθω δὴ ἡ χείρ σου ἐν ἐμοὶ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου. 17 Ο Δαυίδ βλέπων τον άγγελον να αποστέλλη θάνατον στον λαόν είπε προς τον Κυριον· “ιδού, εγώ είμαι εκείνος ο οποίος ημάρτησα. Εγώ είμαι ο ποιμήν, ο οποίος διέπραξα αυτήν την αδικίαν. Εκείνοι είναι τα πρόβατα, εις τι πταίουν; Ας πέση, λοιπόν, η τιμωρός δεξιά σου εναντίον εμού και εναντίον του οίκου του πατρός μου”. 17 Καὶ ὅταν εἶδεν ὁ Δαβὶδ τὸν ἄγγελον νὰ θανατώνῃ τὸν λαόν, προσηυχήθη εἰς τὸν Κύριον καὶ εἶπε: «Νά, ἐγὼ εἶμαι ποὺ ἁμάρτησα καὶ ἐγώ, ὁ ποιμήν, εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ἔκανα αὐτὸ τὸ κακόν. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ εἶναι πρόβατα, τί κακὸν ἔκαναν καὶ τιμωροῦνται τώρα; Ἂς πέσῃ λοιπὸν τὸ χέρι σου, ποὺ τιμωρεῖ τὸ κακόν, ἐπάνω εἰς ἐμὲ καὶ εἰς τὴν πατρικήν μου οἰκογένειαν».
18 καὶ ἦλθε Γὰδ πρὸς Δαυὶδ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβηθι καὶ στῆσον τῷ Κυρίῳ θυσιαστήριον ἐν τῷ ἅλωνι ᾿Ορνὰ τοῦ ᾿Ιεβουσαίου. 18 Ο Γαδ μετέβη κατά την ημέραν εκείνην προς τον Δαυίδ και του είπε· “πήγαινε να ανεγείρης θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου”. 18 Καὶ ἦλθε κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς τὸν Δαβὶδ ὁ προφήτης Γὰδ καὶ τοῦ εἶπε: «Σήκω καὶ ἀνέβα εἰς τὸ ἁλῶνι τὸν Ὀρνὰ τοῦ Ἰεβουσαίου καὶ κτίσε ἐκεῖ Θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου».
19 καὶ ἀνέβη Δαυὶδ κατὰ τὸν λόγον Γάδ, καθ' ὃν τρόπον ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος. 19 Ο Δαυίδ, σύμφωνα, με τον λόγον αυτόν του προφήτου Γαδ, ανέβηκεν εκεί και έκαμεν, όπως τον διέταξεν ο Κυριος. 19 Καὶ ἀνέβη πράγματι ὁ Δαβίδ, ὅπως τοῦ εἶπεν ὁ Γάδ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος.
20 καὶ διέκυψεν ᾿Ορνὰ καὶ εἶδε τὸν βασιλέα καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ παραπορευομένους ἐπάνω αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ορνὰ καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν. 20 Ο Ορνά εκύτταξε προς τα κάτω, είδε τον βασιλέα του με τους ακολουθούντας αυτόν δούλους του, εβγήκε και προσεκύνησε τον βασιλέα έως εδάφους. 20 Μόλις δὲ ἔσκυψε πρὸς τὸν κατήφορον ὁ Ὀρνὰ καὶ εἶδε τὸν βασιλέα καὶ τοὺς ἄνδρας του νὰ ἀνεβαίνουν πρὸς αὐτόν, ἐβγῆκε ἀμέσως εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐπροσκύνησε τὸν βασιλέα μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς.
21 καὶ εἶπεν ᾿Ορνά· τί ὅτι ἦλθεν ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς πρός τὸν δοῦλον αὐτοῦ; καὶ εἶπε Δαυὶδ· κτήσασθαι παρὰ σοῦ τὸν ἅλωνα τοῦ οἰκοδομῆσαι θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ, καὶ συσχεθῇ ἡ θραῦσις ἐπάνω τοῦ λαοῦ. 21 Είπε δε ο Ορνά προς τον βασιλέα· “διατί, τάχα, ήλθεν ο κύριός μου ο βασιλεύς προς εμέ, τον δούλον του;” Ο Δαυίδ του απήντησεν· “ήλθον να αγοράσω από σε το αλώνι σου, δια να ανοικοδομήσω εδώ θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου και να σταματήση έτσι το θανατικό εναντίον του λαού”. 21 Καὶ εἶπεν ὁ Ὀρνὰ εἰς τὸν Δαβίδ: «Πῶς ἦταν αὐτὸ καὶ ἦλθεν ὁ κύριος καὶ βασιλεύς μου πρὸς τὸν δοῦλον του;» Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Δαβίδ: «Ἦλθα διὰ νὰ πάρω τὸ ἁλῶνι σου καὶ νὰ κτίσω εἰς αὐτὸ θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ σταματήσει ἔτσι τὸ θανατικό, ποὺ ἔχει πέσει εἰς τὸν λαόν».
22 καὶ εἶπεν ᾿Ορνὰ πρὸς Δαυὶδ· λαβέτω καὶ ἀνενεγκάτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τῷ Κυρίῳ τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ· ἰδοὺ οἱ βόες εἰς ὁλοκαύτωμα, καὶ οἱ τροχοὶ καὶ τὰ σκεύη τῶν βοῶν εἰς ξύλα. 22 Ο Ορνά είπε τότε προς τον Δαυίδ· “ας πάρη ο κύριός μου ο βασιλεύς το αλώνι μου και ας το διαθέση δια θυσιαστήριον προς τον Κυριον, όπως αυτός νομίζει καλόν. Ιδού και το βόδια μου ας τα προσφέρη ο βασιλεύς ολοκαύτωμα προς τον Κυριον. Τα αμάξια και ο ζυγός των ζώων ας είναι ξύλα δια την φωτιάν της θυσίας”. 22 Εἶπε δὲ ὁ Ὀρνὰ εἰς τὸν Δαβίδ: «Ἂς πάρῃ καὶ ἂς προσφέρῃ ὁ κύριός μου καὶ βασιλεὺς εἰς τὸν Κύριον ὅ,τι νομίζει καλύτερον. Νά, καὶ τὰ βόδια μου εἶναι εἰς τὴν διάθεσίν σου, διὰ νὰ προσφερθοῦν ὡς θυσία ὁλοκαυτώσεως, καὶ οἱ τροχοὶ ἀπὸ τὸ ἀμάξι μου καὶ ὅ,τι ἄλλο χρησιμεύει διὰ νὰ ζευχθοῦν τὰ βόδια, εἶναι διαθέσιμα ὅλα διὰ τὴν φωτιὰν τῆς θυσίας».
23 τὰ πάντα ἔδωκεν ᾿Ορνὰ τῷ βασιλεῖ, καὶ εἶπεν ᾿Ορνά πρὸς τὸν βασιλέα· Κύριος ὁ Θεός σου εὐλογήσαι σε. 23 Ολα τα προσέφερεν ο Ορνά προς τον βασιλέα και είπε προς αυτόν· “είθε Κυριος ο Θεός να σε ευλογήση”. 23 Ἔτσι ὁ Ὀρνὰ τὰ προσέφερεν ὅλα εἰς τὸν βασιλέα. Ἔδωσε μάλιστα ὁ Ὀρνὰ καὶ τὴν εὐχήν του εἰς τὸν βασιλέα καὶ εἶπε: «Εὔχομαι νὰ σὲ εὐλογήσῃ Κύριος ὁ Θεός σου».
24 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς ᾿Ορνά· οὐχί, ὅτι ἀλλὰ κτώμενος κτήσομαι παρὰ σοῦ ἐν ἀλλάγματι, καὶ οὐκ ἀνοίσω τῷ Κυρίῳ μου Θεῷ ὁλοκαύτωμα δωρεάν· καὶ ἐκτήσατο Δαυὶδ τὸν ἅλωνα καὶ τοὺς βόας ἐν ἀργυρίῳ σίκλων πεντήκοντα. 24 Ο βασιλεύς είπε προς τον Ορνά· “όχι, δεν δέχομαι την δωρεάν, αλλά θα αγοράσω το αλώνι σου από σέ με χρήματα και δεν θέλω να προσφέρω στον Κυριον και Θεόν μου δωρεάν τα ολοκαυτώματα”. Ο Δαυίδ ηγόρασε πράγματι το αλώνι και τα βόδια αντί πεντήκοντα αργυρών σίκλων. 24 Εἶπεν ὅμως ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν Ὀρνά: «Ὄχι ἔτσι! Δὲν θέλω νὰ προσφέρω δωρεὰν θυσίαν εἰς τὸν Κύριον καὶ Θεόν μου! Εἶμαι ἀποφασισμένος να πληρώσω ὅ,τι πρέπει διὰ νὰ ἀποκτήσω τὸ κτῆμα σου». Καὶ ἔδωσε πράγματι ὁ Δαβὶδ πενῆντα ἀσημένιους σίκλους καὶ ἀγόρασε τὸ ἁλῶνι καὶ τὰ βόδια τοῦ Ὀρνά.
25 καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Δαυὶδ θυσιαστήριον Κυρίῳ. καὶ ἀνήνεγκεν ὁλοκαυτώσεις καὶ εἰρηνικάς. καὶ προσέθηκε Σαλωμὼν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἐπ' ἐσχάτῳ, ὅτι μικρὸν ἦν ἐν πρώτοις. καὶ ἐπήκουσε Κύριος τῇ γῇ, καὶ συνεσχέθη ἡ θραῦσις ἐπάνωθεν ᾿Ισραήλ. 25 Εκεί δε έκτισε θυσιαστήριον προς τον Κυριον και προσέφερεν επάνω εις αυτό ολοκαυτώματα και άλλας ειρηνικάς θυσίας. Αργότερα δε ο Σολωμών εμεγάλωσεν αυτό το θυσιαστήριον, διότι ήτο μικρόν. Ο Κυριος ήκουσε την δέησιν του Δαυίδ δια την σωτηρίαν της χώρας, έπραΰνθη και εσταμάτησε την θραύσιν την εναντίον του Ισραηλιτικού λαού. 25 Ἔκτισε δὲ ἐκεῖ ὁ Δαβὶδ θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Καὶ προσέφερεν ἐκεῖ θυσίας ὁλοκαυτώσεως εἰς ἔνδειξιν πλήρους ἀφοσιώσεως εἰς τὸν δίκαιον Κύριον καὶ θυσίας εἰρηνικὰς εἰς ἔνδειξιν εὐγνωμοσύνης πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι πολυεύσπλαγχνος. Ὁ δὲ διάδοχος τοῦ Δαβὶδ Σαλωμὼν (Σολομὼν) ἐμεγαλωσε ἀργότερα τὸ θυσιαστήριον αὐτό, διότι ἐξ ἀρχῆς εἶχε γίνει μικρό. Μετὰ δὲ τὴν προσφορὰν τῶν θυσιῶν ἔδειξεν ὁ Κύριος τὴν εὐσπλαγχνίαν Του πρὸς τὴν χώραν τοῦ Δαβὶδ καὶ κατέπαυσεν ἡ θανατικὴ τιμωρία, ποὺ εἶχε πέσει ἐπάνω εἰς τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ.