Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ΙΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀπέστειλε Κύριος τὸν Νάθαν τὸν προφήτην πρὸς Δαυίδ, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· δύο ἦσαν ἄνδρες ἐν πόλει μιᾷ, εἷς πλούσιος, καὶ εἷς πένης· 1 Ο Κυριος έστειλε προς τον Δαυίδ τον προφήτην Ναθαν, ο οποίος εισήλθεν στο ανάκτορον εκείνου και είπε προς αυτόν· “εις μίαν πόλιν εζούσαν δύο άνδρες, ο ενας πλούσιος και ο άλλος πτωχός. 1 Απέστειλε δὲ ὁ Κύριος τὸν προφήτην Νάθαν εἰς τὸν Δαβίδ, καὶ αὐτὸς ἐμβῆκε εἰς τὸ παλάτι του καί, ἀφοῦ ἐπαρουσιάσθη ἐμπρός του, τοῦ εἶπε: «Εἰς κάποιαν πόλιν ἐζοῦσαν δύο ἄνδρες, ὁ ἕνας πλούσιος καὶ ὁ ἄλλος πτωχός.
2 καὶ τῷ πλουσίῳ ἦν ποίμνια καὶ βουκόλια πολλὰ σφόδρα, 2 Ο πλούσιος είχε πάρα πολλά πρόβατα και βόδια. 2 Ὁ πλούσιος εἶχε πάρα πολλὰ κοπάδια πρόβατα καὶ βόδια.
3 καὶ τῷ πένητι οὐδὲν ἀλλ' ἢ ἀμνὰς μία μικρά, ἣν ἐκτήσατο καὶ περιεποίησατο καὶ ἐξέθρεψεν αὐτὴν καὶ ἡδρύνθη μετ' αὐτοῦ καὶ μετὰ τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἐπὶ τὸ αὐτό, ἐκ τοῦ ἄρτου αὐτοῦ ἤσθιε καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου αὐτοῦ ἔπινε καὶ ἐν τῷ κόλπῳ αὐτοῦ ἐκάθευδε καὶ ἦν αὐτῷ ὡς θυγάτηρ· 3 Ο πτωχός δεν είχε τίποτε άλλο, παρά μίαν μόνον αμνάδα μικράν, την οποίαν είχεν αγοράσει. Αυτός προσωπικώς την περιποιήθη, την ανέθρεψε, την εμεγάλωσε μαζή με τα παιδιά του. Αυτή έτρωγε από το ψωμί του και έπινε νερό από το ποτήρι του. Εις την αγκάλην του εκοιμάτο και την είχεν ωσάν θυγατέρα του. 3 Ἀντιθέτως ὁ πτωχὸς δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον ἕνα μικρὸ θηλυκὸ πρόβατον, ποὺ τὸ εἶχε ἀγοράσει καὶ τὸ ἐφρόντισε καὶ τὸ ἔθρεψε. Καὶ ἐμεγάλωσεν εἰς τὸ σπίτι του μαζὶ μὲ τὸν ἴδιον καὶ μὲ τὰ παιδιά του. Τὸ πρόβατόν του ἔτρωγε ἀπὸ τὸ ψωμί του καὶ ἔπινε νερὸ ἀπὸ τὸ ποτήρι του. Τὸ ἀγαποῦσε δὲ τόσον πολύ, ὥστε τὸ ἄφηνε νὰ κοιμηθῇ εἰς τὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸ ἐθεωροῦσε σὰν θυγατέρα του.
4 καὶ ἦλθε πάροδος τῷ ἀνδρὶ τῷ πλουσίῳ, καὶ ἐφείσατο λαβεῖν ἐκ τῶν ποιμνίων αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν βουκολίων αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι τῷ ξένῳ ὁδοιπόρῳ τῷ ἐλθόντι πρὸς αὐτὸν καὶ ἔλαβε τὴν ἀμνάδα τοῦ πένητος καὶ ἐποίησεν αὐτὴν τῷ ἀνδρὶ τῷ ἐλθόντι πρὸς αὐτόν. 4 Καποιος οδοιπόρος επισκέπτης ήλθεν στον άλλον, τον πλούσιον άνθρωπον. Αυτός, προκειμένου να φιλοξενήση τον ξένον του, ελυπήθη να σφάξη από τα πρόβατά του και από τα βόδια του, δια να παραθέση τράπεζαν φιλοξενίας στον οδοιπόρον, που τον είχεν επισκεφθή. Και επήρε την αμνάδα του πτωχού, την οποίαν έσφαξε και ητοίμασε δια τον ξένον υδοιπόρον, που είχεν ελθει προς αυτόν”. 4 Κάποτε ὅμως ἦλθε κάποιος περαστικὸς ἐπισκέπτης εἰς τὸν πλούσιον ἄνθρωπον καὶ αὐτὸς ἐλυπήθη νὰ σφάξῃ ἀπὸ τὰ ἰδικά του πρόβατα καὶ ἀπὸ τὰ κοπάδια τῶν βοδιῶν του, διὰ νὰ φιλοξενήσῃ τὸν ὁδοιπόρον, ποὺ εἶχεν ἔλθει εἰς τὸ σπίτι του. Ἀντὶ τούτου ἐπῆρε καὶ ἔσφαξε τὸ πρόβατον τοῦ πτωχοῦ καὶ τὸ προσέφερεν εἰς τὸν ἐπισκέπτην του».
5 καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Δαυὶδ σφόδρα τῷ ἀνδρί, καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Νάθαν· ζῇ Κύριος, ὅτι υἱὸς θανάτου ὁ ἀνὴρ ὁ ποιήσας τοῦτο 5 Ο Δαυίδ εκυριεύθη από μεγάλην οργήν εναντίον του ανθρώπου εκείνου και είπε προς τον Ναθαν· “ορκίζομαι ενώπιον του ζώντος Κυρίου, ότι αυτός ο άνθρωπος, που έκαμε τούτο, είναι οπωσδήποτε άξιος θανάτου και θα θανατωθή. 5 Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Δαβίδ, ὠργίσθη πολὺ κατὰ τοῦ πλουσίου ἐκείνου· καὶ εἶπεν ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν Νάθαν: «Λέγω ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ποὺ ζῇ καὶ παρακολουθεῖ τὰ πάντα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ ἔκανε αὐτό, εἶναι ἔνοχος θανάτου.
6 καὶ τὴν ἀμνάδα ἀποτίσει ἑπταπλασίονα, ἀνθ' ὧν ὅτι ἐποίησε τὸ ρῆμα τοῦτο καὶ περὶ οὗ οὐκ ἐφείσατο. 6 Θα επιστρέψη δε στον αδικηθέντα επτά αμνάδας, διότι έκαμε την κακήν αυτήν πράξιν, δεν ελυπήθη δηλαδή τον πτωχόν κύριον της μιας αμνάδος”. 6 Πρέπει νὰ ἀποζημιώσῃ τὸν ἄλλον εἰς τὸ ἑπταπλάσιον διὰ τὴν πρᾶξιν του αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ εὐσπλαγχνίσθη τὸν πτωχόν».
7 καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς Δαυίδ· σὺ εἶ ὁ ἀνὴρ ὁ ποιήσας τοῦτο· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ἐγώ εἰμι ὁ χρίσας σε εἰς βασιλέα ἐπὶ ᾿Ισραήλ, καὶ ἐγώ εἰμι ἐρρυσάμην σε ἐκ χειρὸς Σαοὺλ 7 Ο Ναθαν είπε τότε προς τον Δαυίδ· “συ είσαι ο άνθρωπος εκείνος, που έπραξε τούτο. Δι' αυτό τα εξής λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Εγώ είμαι εκείνος, ο οποίος σε έχρισα βασιλέα του ισραηλιτικού λαού, και εγώ είμαι εκείνος ο οποίος σε εγλύτωσα από τα χέρια του Σαούλ. 7 Καὶ τότε ὁ Νάθαν εἶπεν ἀμέσως εἰς τὸν Δαβίδ: «Σὺ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔκανες αὐτό. Καὶ αὐτὰ λέγει πρὸς σὲ τώρα ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: Ἐγὼ εἶμαι Ἐκεῖνος ποὺ σὲ ἔχρισα νὰ βασιλεύῃς εἰς τὸν Ἰσραὴλ καὶ ποὺ σὲ ἔσωσα ἀπὸ τὸ φονικὸ χέρι τοῦ Σαούλ.
8 καὶ ἔδωκά σοι τὸν οἶκον τοῦ κυρίου σου καὶ τὰς γυναῖκας τοῦ κυρίου σου ἐν τῷ κόλπῳ σου καὶ ἔδωκά σοι τὸν οἶκον ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδα· καὶ εἰ μικρόν ἐστι, προσθήσω σοι κατὰ ταῦτα. 8 Σου έδωκα δε όλην την περιουσίαν του Σαούλ. Και τας γυναίκας του σου έφερα εις την αγκάλην σου και όλους τους Ισραηλίτας τους έθεσα υπό την εξουσίαν σου. Εάν όλαι αυταί αι ευεργεσίαι ήσαν ολίγαι, εγώ ηδυνάμην και είχα την πρόθεσιν να προσθέσω και άλλας περισσοτέρας. 8 Σοῦ ἔδωσα δὲ τὸ σπίτι καὶ τὴν περιουσίαν τοῦ κυρίου σου, τοῦ Σαούλ. Ἔδωσα ἐπίσης καὶ τὰς γυναῖκας του εἰς τὴν ἀγκαλιά σου, καθὼς καὶ τὴν ἐξουσίαν εἰς τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοῦ Ἰούδα. Σοῦ τὰ ἔδωσα ὅλα. Καὶ ἐὰν σοῦ ἐφαίνοντο αὐτὰ λίγα, ἤμουν ἕτοιμος νὰ σοῦ προσθέσω καὶ ἄλλα.
9 τί ὅτι ἐφαύλισας τὸν λόγον Κυρίου τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ; τὸν Οὐρίαν τὸν Χετταῖον ἐπάταξας ἐν ρομφαίᾳ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ἔλαβες σεαυτῷ εἰς γυναῖκα καὶ αὐτὸν ἀπέκτεινας ἐν ρομφαίᾳ υἱῶν ᾿Αμμών. 9 Διατί όμως συ κατεφρόνησες και κατεξηυτέλισες τον νόμον του Κυρίου, ώστε να διαπράξης αυτό το κακόν ενώπιον των οφθαλμών του; Συ εφόνευσες τυν Ουρίαν τον Χετταίον με μάχαιραν και επήρες την γυναίκα του ως ιδικήν σου γυναίκα. Διότι συ έδωσες διαταγήν και ενήργησες εσκεμμένως να φονευθή από την ρομφαίαν των Αμμωνιτών. 9 Διατὶ λοιπὸν κατεφρόνησες καὶ κατεπάτησες τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου καὶ διέπραξες αὐτὴν τὴν πονηρὰν πρᾶξιν ἐνώπιόν Του; Ἐσκότωσες μὲ τὴν ἐχθρικὴν ρομφαίαν τὸν ἀξιωματικόν σου, τὸν Οὐρίαν τὸν Χετταῖον. Ἐπῆρες τὴν γυναῖκα του καὶ τὴν ἔκανες γυναῖκα σου καὶ ἔβαλες τὸν ἄνδρα της νὰ σκοτωθῇ ἀπὸ τὴν ρομφαίαν τῶν Ἀμμωνιτῶν.
10 καὶ νῦν οὐκ ἀποστήσεται ρομφαία ἐκ τοῦ οἴκου σου ἕως αἰῶνος ἀνθ' ὧν ὅτι ἐξουδένωσάς με καὶ ἔλαβες τὴν γυναῖκα τοῦ Οὐρίου τοῦ Χετταίου τοῦ εἶναί σοι εἰς γυναῖκα. 10 Από τώρα και πέρα δεν θα σταματήσουν πλέον οι φόνοι εις την οικογένειάν σου, διότι με περιεφρόνησες και με κατεξηυτέλισες και επήρες την γυναίκα του Ουρίου του Χετταίου, δια να είναι ως σύζυγός σου. 10 Σοῦ λέγω λοιπὸν ὅτι ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς αἰωνίως θὰ γίνωνται συχνὰ φόνοι εἰς τὴν οἰκογένειάν σου, ἐπειδὴ περιφρόνησες τὰ λόγια Μου καὶ ἐπῆρες καὶ ἔκανες γυναῖκα σου τὴν γυναῖκα τοῦ Οὐρίου τοῦ Χετταίου.
11 τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ἐπὶ σὲ κακὰ ἐκ τοῦ οἴκου σου καὶ λήψομαι τὰς γυναῖκάς σου κατ' ὀφθαλμούς σου καὶ δώσω τῷ πλησίον σου, καὶ κοιμηθήσεται μετὰ τῶν γυναικῶν σου ἐναντίον τοῦ ἡλίου τούτου· 11 Αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού εγώ θα παραχωρήσω να παρουσιασθούν παρόμοιαι συμφοραί εναντίον του οίκου σου, και θα αφήσω ενώπιον των οφθαλμών σου τας γυναίκας σου να παραδοθούν εις άνθρωπον ιδικόν σου, ο οποίος αναισχύντως και από το φως του ηλίου θα κοιμηθή με τας γυναίκας σου. 11 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Νὰ ξέρῃς ὅτι θὰ σηκώσω καὶ θὰ φέρω ἐπάνω σου θλίψεις καὶ συμφοράς, ποὺ θὰ ξεκινοῦν ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ σπίτι σου. Θὰ πάρω δὲ τὰς γυναῖκας σου ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σου καὶ θὰ τὰς παραδώσω εἰς ἄνθρωπον συγγενῆ σου. Καὶ θὰ κοιμηθῇ αὐτὸς μὲ τὰς γυναῖκας σου ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, ὁλοφάνερα δηλαδὴ καὶ χωρὶς καμμίαν κάλυψιν.
12 ὅτι σὺ ἐποίησας κρυβῇ, κἀγὼ ποιήσω τὸ ρῆμα τοῦτο ἐναντίον παντὸς ᾿Ισραὴλ καὶ ἀπέναντι τοῦ ἡλίου τούτου. 12 Δια το κακόν, το οποίον συ διέπραξες κρυφίως, εγώ θα σε τιμωρήσω ενώπιον όλου του ισραηλιτικού λαού υπό το φως του ηλίου”. 12 Διότι σὺ μὲν ἔκανες αὐτό, ποὺ ἔκανες, κρυφά. Ἐγὼ ὅμως θὰ ἐνεργήσω φανερὰ ἐνώπιον ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ εἰς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας».
13 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ Νάθαν· ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ. καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς Δαυίδ· καὶ Κύριος παρεβίβασε τὸ ἁμάρτημά σου, οὐ μὴ ἀποθάνῃς· 13 Είπε τότε, βαθύτατα μετανοήσας, ο Δαυίδ προς τον Ναθαν· “ημάρτησα ενώπιον του Κυρίου”. Απήντησε δε ο Ναθαν προς τον Δαυίδ· “ο Κυριος παρέβλεψε και συνεχώρησε το αμάρτημά σου και δεν θα τιμωρηθής δια θανάτου. 13 Καὶ εἶπεν ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν Νάθαν: «Ἔχω ἁμαρτήσει πράγματι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανα». Μετὰ τὴν ὁμολογίαν του αὐτὴν ὁ Νάθαν ἀπεκρίθη εἰς τὸν Δαβίδ: «Σὲ βεβαίῶ ὅτι ὁ Κύριος εἶδε τὴν μετάνοιάν σου καὶ συνεχώρησε τὸ ἁμάρτημά σου. Δὲν θὰ θανατωθῇς.
14 πλὴν ὅτι παροργίζων παρώργισας τοὺς ἐχθροὺς Κυρίου ἐν τῷ ρήματι τούτῳ, καί γε ὁ υἱός σου ὁ τεχθείς σοι θανάτῳ ἀποθανεῖται. 14 Επειδή όμως με την αμαρτίαν σου αυτήν με έκαμες να οργισθώ πολύ και να αφήσω εγώ ο Θεός τους εχθρούς σου να σας νικήσουν, δια τούτο θα αποθάνη αμέσως το παιδί, που εγεννήθη από την γυναίκα τον Ουρίου”. 14 Πλὴν ὅμως, ἐπειδὴ μὲ τὴν πρᾶξιν σου αὐτὴν ἐξήγειρες τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἔδωσες τὸ δικαίωμα νὰ βλασφημήσουν τὸ Ὄνομά Του καὶ νὰ εἰποῦν ὅτι ἔχει καὶ ἀνέχεται ὡς ἰδικούς Του τέτοιους ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, σοῦ λέγω ὅτι ὁ υἱός σου, ποὺ θὰ γεννηθῇ ἀπὸ τὴν σχέσιν σου ἐκείνην μὲ τὴν Βηρσαβεέ, θὰ θανατωθῇ».
15 καὶ ἀπῆλθε Νάθαν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἔθραυσε Κύριος τὸ παιδίον, ὃ ἔτεκεν ἡ γυνὴ Οὐρίου τοῦ Χετταίου τῷ Δαυίδ, καὶ ἠρρώστησε. 15 Αυτά είπεν ο Ναθαν και επανήλθεν στον οίκον του. Ο δε Κυριος εκτύπησε το παιδί, το οποίον εγέννησεν η γυναίκα του Ουρίου του Χετταίου στον Δαυίδ, και αυτό αρρώστησε. 15 Μετὰ ταῦτα ὁ Νάθαν ἀνεχώρησε καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ σπίτι του. Ἐκτύπησε δὲ ὁ Κύριος τὸ παιδί, ποὺ ἐγέννησε μὲ τὸν Δαβὶδ ἡ γυναῖκα τοῦ Οὐρίου τοῦ Χετταίου, καὶ ἀρρώστησε.
16 καὶ ἐζήτησε Δαυὶδ τὸν Θεὸν περὶ τοῦ παιδαρίου, καὶ ἐνήστευσε Δαυὶδ νηστείαν καὶ εἰσῆλθε καὶ ηὐλίσθη ἐν σάκκῳ ἐπὶ τῆς γῆς. 16 Ο Δαυίδ προσηυχήθη προς τον Θεόν δια την υγείαν του παιδίου και ενήστευσεν αυστηράν νηστείαν, διήλθε δε την νύκτα κοιμηθείς στο δάπεδον, ενδεδυμενός με σάκκον. 16 Καὶ ἱκέτευσεν ὁ Δαβὶδ τὸν Θεὸν διὰ τὸ μικρὸ παιδὶ καὶ ἐνήστευσεν ὁ Δαβὶδ καὶ δὲν ἔφαγε τίποτε. Ἐμβῆκε δὲ εἰς τὸ δωμάτιόν του καὶ διενυκτέρευσε κατὰ γῆς μὲ μόνον ἔνδυμα ἕνα τρίχινον σάκκον.
17 καὶ ἀνέστησαν ἐπ' αὐτὸν οἱ πρεσβύτεροι τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἐγεῖραι αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ οὐκ ἠθέλησε καὶ οὐ συνέφαγεν αὐτοῖς ἄρτον. 17 Κοντά του έμειναν οι γεροντότεροι του οίκου του και προσεπάθουν να τον σηκώσουν από το πάτωμα. Εκείνος όμως δεν ήθελε. Και δεν έφαγε μαζή των τίποτε. 17 Καὶ ἐπῆγαν κοντά του οἱ πλέον ἠλικιωμένοι ὑπηρέται καὶ ἀξιωματοῦχοι τοῦ ἀνακτόρου του, διὰ νὰ τὸν σηκώσουν ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε καὶ οὔτε ἐδέχθη νὰ φάγῃ ψωμὶ μαζί των.
18 καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ καὶ ἀπέθανε τὸ παιδάριον· καὶ ἐφοβήθησαν οἱ δοῦλοι Δαυὶδ ἀναγγεῖλαι αὐτῷ ὅτι τέθνηκε τὸ παιδάριον, ὅτι εἶπαν· ἰδοὺ ἐν τῷ τὸ παιδάριον ἔτι ζῆν ἐλαλήσαμεν πρὸς αὐτόν, καὶ οὐκ εἰσήκουσε τῆς φωνῆς ἡμῶν· καὶ πῶς εἴπωμεν πρὸς αὐτὸν ὅτι τέθνηκε τὸ παιδάριον; καὶ ποιήσει κακά. 18 Κατά την εβδόμην ημέραν από της ασθενείας απέθανε το παιδί. Οι δε δούλοι εφοβήθησαν να αναγγείλουν στον Δαυίδ, ότι απέθανε το παιδί, διότι είπαν· “να, όταν ακόμη εζούσε το παιδί ωμιλήσαμεν προς αυτόν και δεν ήθελε να ακούση τίποτε. Πως λοιπόν θα είπωμεν εις αυτόν τώρα, ότι το παιδί απέθανε; Η ενέργειά μας αυτή πιθανόν να γίνη αιτία κακών δι' αυτόν και δι' ημάς”. 18 Κατὰ δὲ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν πέθανε τὸ μικρὸ παιδί, ὅπως τὸ εἶπεν ὁ Προφήτης. Ἐφοβήθηκαν δὲ οἱ δοῦλοι τοῦ Δαβὶδ νὰ τοῦ ἀνακοινώσουν ὅτι πέθανε τὸ μικρὸ παιδί, διότι εἶπαν μεταξύ των: «Αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ μᾶς ἀκούσῃ τότε ποὺ τοῦ μιλήσαμε, ἐνῷ ἐζοῦσε ἀκόμη τὸ παιδί· πῶς λοιπὸν θὰ τοῦ ἀναγγείλωμεν ὅτι πέθανε τὸ μικρὸ παιδί του; Ἂν τὸ μάθη, θὰ κάνῃ ἀσφαλῶς κάτι κακό».
19 καὶ συνῆκε Δαυὶδ ὅτι οἱ παῖδες αὐτοῦ ψιθυρίζουσι, καὶ ἐνόησε Δαυὶδ ὅτι τέθνηκε τὸ παιδάριον· καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· εἰ τέθνηκε τὸ παιδάριον; καὶ εἶπαν· τέθνηκε. 19 Ο Δαυίδ αντελήφθη ότι οι δούλοι αυτού κάτι εψυθίριζον και εκατάλαβε, ότι το παιδί είχε πλέον αποθάνει. Είπε τότε ο Δαυίδ προς τους δούλους του· “λοιπόν αλήθεια, απέθανε το παιδί;” Και εκείνοι του είπον· “απέθανε”. 19 Ἀντελήφθη ὅμως ὁ Δαβὶδ ὅτι οἰ ὑπηρέται του ἐψιθύριζαν μεταξύ των καὶ ἐκατάλαβε ὁ Δαβὶδ ὅτι πέθανε τὸ μικρὸ παιδί του. Ἐρώτησε λοιπὸν ὁ ἴδιος τοὺς ὑπηρέτας του: «Μήπως πέθανε τὸ μικρὸ παιδί;» «Μάλιστα, πέθανε», ἀπήντησαν ἐκεῖνοι.
20 καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐλούσατο καὶ ἠλείψατο καὶ ἤλλαξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ· καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ᾔτησεν ἄρτον φαγεῖν καὶ παρέθηκαν αὐτῷ ἄρτον, καὶ ἔφαγε. 20 Τοτε ο Δαυίδ εσηκώθη από το έδαφος, ελούσθη, ηλείφθη με μύρα, άλλαξε τα ενδύματά του και εισήλθεν στον οίκον του Θεού και προσεκύνησεν αυτόν. Κατόπιν δε επανήλθεν στον οίκον του, εζήτησε φαγητόν να φάγη και παρέθεσαν εις αυτόν άρτον και φαγητόν και έφαγε. 20 Ἐσηκώθη τότε ἀπὸ τὸ ἔδαφος ὁ Δαβὶδ καὶ ἐλούσθη καὶ ἄλειψε τὸ σῶμα του μὲ μύρα καὶ ἐφόρεσεν ἐπίσημα ἐνδύματα καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν τόπον τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπροσκύνησε μὲ συντριβὴν καὶ ταπείνωσιν τὸν ἅγιον καὶ δίκαιον Κύριον. Ἐπέστρεψε κατόπιν εἰς τὸ ἀνάκτορόν του καὶ ἐζήτησε νὰ φάγῃ. Καὶ ἀμέσως τοῦ παρέθεσαν ψωμὶ καὶ φαγητὸν καὶ ἔφαγε.
21 καὶ εἶπαν οἱ παῖδες αὐτοῦ πρὸς αὐτόν· τί τὸ ρῆμα τοῦτο, ὃ ἐποίησας ἕνεκα τοῦ παιδαρίου; ἔτι ζῶντος ἐνήστευες καὶ ἔκλαιες καὶ ἠγρύπνεις, καὶ ἡνίκα ἀπέθανε τὸ παιδάριον, ἀνέστης καὶ ἔφαγες ἄρτον καὶ πέπωκας; 21 Είπαν τότε οι δούλοι του προς αυτόν· “τι είναι αυτό, το οποίον έκαμες σχετικώς με το θλιβερόν γεγονός του παιδίου σου; Ενώ εκείνο ακόμη εζούσε, συ ενήστευες και έκλαιες και αγρυπνούσες. Οταν δε απέθανε το παιδί, ηγέρθης, έφαγες και έπιες;” 21 Οἱ δὲ ὑπηρέταί του, ἔκπληκτοι διὰ τὴν συμπεριφοράν του αὐτήν, τὸν ἐρώτησαν: «Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκανες; Πῶς ἐξηγεῖται ἡ συμπεριφορά σου ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ; Ὅταν ἐζοῦσε, ἐνήστευες καὶ ἔκλαιες καὶ ἀγρυπνοῦσες. Τώρα ποὺ πέθανε τὸ μικρὸ παιδί, ἐσηκώθης καὶ ἔφαγες καὶ ἤπιες!»
22 καὶ εἶπε Δαυίδ· ἐν τῷ τὸ παιδάριον ἔτι ζῆν ἐνήστευσα καὶ ἔκλαυσα, ὅτι εἶπα· τίς οἶδεν εἰ ἐλεήσει με Κύριος καὶ ζήσεται τὸ παιδάριον; 22 Απήντησεν ο Δαυίδ εις αυτούς· “εφ' όσον εζούσε το παιδί, ενήστευσα και έκλαυσα, διότι εσκέφθην, τις οίδε, μήπως ο Κυριος με ελεήση και ζήση το παιδί; 22 Καὶ εἶπεν ὁ Δαβίδ: «Ἐνήστευσα καὶ ἔκλαυσα, ὅταν ἐζοῦσε τὸ παιδί, διότι εἶπα μέσα μου: Ποιὸς ξέρει, ἴσως μὲ εὐσπλαγχνισθῇ ὁ Κύριος καὶ ζήσῃ τὸ παιδί.
23 καὶ νῦν τέθνηκεν· ἱνατί τοῦτο ἐγὼ νηστεύω; μὴ δυνήσομαι ἐπιστρέψαι αὐτὸν ἔτι; ἐγὼ πορεύσομαι πρὸς αὐτόν, καὶ αὐτὸς οὐκ ἀναστρέψει πρός με. 23 Τωρα όμως απέθανε. Διατί πλέον εγώ να νηστεύω; Μηπως θα ημπορέσω να το επαναφέρω εις την ζώην; Εγώ θα πορευθώ προς αυτό. Αυτό δέ ποτέ δεν θα επιστρέψη προς εμέ”. 23 Τώρα ὅμως πέθανε καὶ ἔφυγε πλέον. Διατὶ λοιπὸν νὰ νηστεύω; Μήπως ἠμπορῶ νὰ τὸ φέρω καὶ πάλιν εἰς αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωήν; Ἐγὼ θὰ ὑπάγω ὁπωσδήποτε κάποτε πρὸς αὐτό. Ἐκεῖνο ὅμως δὲν πρόκειται νὰ ξαναγυρίσῃ ποτὲ εἰς ἑμέ, εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον».
24 καὶ παρεκάλεσε Δαυὶδ Βηρσαβεὲ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν καὶ ἐκοιμήθη μετ' αὐτῆς καὶ συνέλαβε καὶ ἔτεκεν υἱόν, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σαλωμών, καὶ Κύριος ἠγάπησεν αὐτόν. 24 Παρηγόρησεν ο Δαυίδ και την Βηρσαβεέ την γυναίκα του δια τον θάνατον του παιδιού. Εισήλθε προς αυτήν, εκοιμήθη μαζή της, εκείνη δε συνέλαβε και εγέννησεν άλλον υιόν, στον οποίον έδωσε το όνομα Σαλωμών. Ο δε Κυριος ηγάπησεν αυτόν. 24 Παρηγόρησε κατόπιν ὁ Δαβὶδ τὴν γυναῖκα τοῦ Βηρσαβεὲ διὰ τὸν θάνατον τοῦ παιδιοῦ των καὶ ἐμβῆκε εἰς τὸ δωμάτιόν της καὶ ἐκοιμήθη μαζί της καὶ ἐκείνη συνέλαβε καὶ ἐγέννησεν υἱόν. Ὠνόμασε δὲ ὁ Δαβὶδ τὸ βρέφος Σαλωμών. Ὁ δὲ Κύριος ἀγάπησε τὸ νέον βρέφος.
25 καὶ ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ Νάθαν τοῦ προφήτου, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιεδεδί, ἕνεκεν Κυρίου. 25 Εδωσε δε εντολήν ο Θεός δια μέσου του προφήτου Ναθαν, σύμφωνα προς την οποίαν ο Δαυίδ εκάλεσε το όνομα του παιδίου Ιεδεδί, το οποίον σημαίνει “ηγαπημένος παρά Κυρίου”. 25 Ἀπέστειλε δὲ ὁ Θεὸς ὡς ἐκπρόσωπόν Του τὸν προφήτην Νάθαν καὶ ἔδωσεν εἰς τὸ βρέφος τὸ ὄνομα Ἰεδεδί, ποὺ σημαίνει «ἀγαπητὸς τοῦ Κυρίου», διότι ὁ Κύριος τὸ ἀγάπησε.
26 Καὶ ἐπολέμησεν ᾿Ιωὰβ ἐν Ραββὰθ υἱῶν ᾿Αμμὼν καὶ κατέλαβε τὴν πόλιν τῆς βασιλείας. 26 Εν τω μεταξύ ο Ιωάβ επολεμούσε και πολιορκούσε την Ραββάθ, πόλιν των Αμμωνιτών, την οποίαν και κατέλαβε, αυτήν την βασιλικήν πόλιν και πρωτεύουσαν των Αμμωνιτών. 26 Καὶ ἐπετέθη ὁ Ἰωὰβ ἐναντίον τῆς πόλεως τῶν Ἀμμωνιτῶν Ραββὰθ καὶ κατέλαβε τὴν πόλιν, ποὺ ἦτο ἡ ἕδρα τοῦ βασιλέως τῶν Ἀμμωνιτῶν.
27 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιωὰβ ἀγγέλους πρὸς Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἐπολέμησα ἐν Ραββὰθ καὶ κατελαβόμην τὴν πόλιν τῶν ὑδάτων· 27 Εστειλε δε αγγελιαφόρον προς τον Δαυίδ και εγνωστοποίησεν εις αυτόν· “επολέμησα την Ραββάθ και κατέλαβαν την πόλιν, την κτισμένην πλησίον των υδάτων του ποταμού Ιαβώκ. 27 Ἀπέστειλε δὲ ὁ Ἰωὰβ ἀγγελιαφόρους του εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔκανα ἐπίθεσιν ἐναντίον τῆς Ραββὰθ καὶ κατέλαβα τὴν κάτω πόλιν, ποὺ εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὸν ποταμόν.
28 καὶ νῦν συνάγαγε τὸ κατάλοιπον τοῦ λαοῦ καὶ παρέμβαλε ἐπὶ τὴν πόλιν καὶ προκαταλαβοῦ αὐτήν, ἵνα μὴ προκαταλάβωμαι ἐγὼ τὴν πόλιν καὶ κληθῇ τὸ ὄνομά μου ἐπ' αὐτήν. 28 Και τώρα συγκέντρωσε συ τον υπόλοιπον λαόν, στρατοπέδευσε κοντά εις την πόλιν και κάμε επίθεσιν, δια να καταλάβης το υπόλοιπον μέρος αυτής, δια να μη κυριεύσω εγώ και το μέρος τούτο της πόλεως και αποδοθή στο όνομά μου η κατάληψίς της”. 28 Συγκέντρωσε λοιπὸν σὺ τὸν ὑπόλοιπον στρατὸν καὶ ἔλα νὰ πολεμήσῃς ἐναντίον τῆς ἀκροπόλεώς της, ποὺ εὑρίσκεται ὑψηλότερα. Φρόντισε νὰ τὴν κυριεύσῃς πρῶτος σύ, διὰ νὰ μὴ σὲ προλάβω ἐγὼ καὶ τὴν κυριεύσω καὶ δοθῇ τὸ ὄνομά μου εἰς αὐτήν».
29 καὶ συνήγαγε Δαυὶδ πάντα τὸν λαὸν καὶ ἐπορεύθη εἰς Ραββὰθ καὶ ἐπολέμησεν ἐν αὐτῇ καὶ κατελάβετο αὐτήν. 29 Ο Δαυίδ συνεκέντρωσε πράγματι όλον τον υπόλοιπον λαόν και εβάδισεν εναντίον της Ραββάθ, επολέμησε κατ' αυτής και την εκυρίευσε. 29 Καὶ συνεκέντρωσε πράγματι ὁ Δαβὶδ ὅλον τὸν ὑπόλοιπον στρατόν του καί, ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν Ραββάθ, ἐπετέθη ἐναντίον της καὶ τὴν ἐκυρίευσε.
30 καὶ ἔλαβε τὸν στέφανον Μολχὸμ τοῦ βασιλέως αὐτῶν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ ὁ σταθμὸς αὐτοῦ τάλαντον χρυσίου καὶ λίθου τιμίου, καὶ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Δαυίδ· καὶ σκῦλα τῆς πόλεως ἐξήνεγκε πολλὰ σφόδρα. 30 Αφήρεσε δε τον χρυσούν στέφανον, το διάδημα, από την κεφαλήν του βασιλέως των του Μολχόμ. Το βάρος του στεφάνου ήτο ένα τάλαντον χρυσού, είχε δε κατασκευασθή από χρυσόν και πολυτίμους λίθους. Τον βασιλικόν αυτόν στέφανον εφόρεσεν ο Δαυίδ εις την κεφαλήν του. Επήρε και πάρα πολλά άλλα λάφυρα από την πόλιν αυτήν. 30 Ἐπῆρε δὲ τὸ χρυσὸ στεφάνι, τὸ βασιλικὸ δηλαδὴ στέμμα, ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ βασιλέως τῶν Ἀμμωνιτῶν Μολχὸμ καὶ τὸ ἐφόρεσεν ὁ Δαβὶδ εἰς τὸ κεφάλι του. Τὸ στεφάνι αὐτὸ ἐζύγιζεν ἕνα τάλαντον χρυσοῦ καὶ εἶχε ἐπάνω του καὶ πολυτίμους λίθους. Ἐπῆρε ἐπίσης ἀπὸ τὴν πόλιν αὐτὴν καὶ πάρα πολλὰ λάφυρα.
31 καὶ τὸν λαὸν τὸν ὄντα ἐν αὐτῇ ἐξήγαγε καὶ ἔθηκεν ἐν τῷ πρίονι καὶ ἐν τοῖς τριβόλοις τοῖς σιδηροῖς καὶ ὑποτομεῦσι σιδηροῖς καὶ διήγαγεν αὐτοὺς διὰ τοῦ πλινθείου· καὶ οὕτως ἐποίησε πάσαις ταῖς πόλεσιν υἱῶν ᾿Αμμών. καὶ ἐπέστρεψε Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 31 Τον δε λαόν, ο οποίος ευρίσκετο μέσα εις την πόλιν, τον έβγαλεν έξω από αυτήν και εφόνευσεν άλλους με πριόνια και άλλους με σιδηρούς κοπτήρας και άλλους ηνάγκασε να περάσουν από καλούπια πλίνθων. Το ίδιο έκαμε και στους κατοίκους όλων των άλλων πόλεων των Αμμωνιτών. Κατόπιν ο Δαυίδ επέστρεψέ με όλον τον στρατόν του εις την Ιερουσαλήμ. 31 Τοὺς δὲ κατοίκους, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς αὐτήν, τοὺς ἔβγαλε καὶ τοὺς ἐσκότωσε μὲ πριόνι καὶ μὲ σιδερένια κοντάρια, ποὺ εἶχαν τρεῖς αἰχμές, καὶ μὲ σιδερένια κλαδευτήρια. Τοὺς ἔβαλεν ἐπίσης καὶ τοὺς ἐσκότωσε μέσα εἰς τὰ καμίνια καὶ τὰ καλούπια, ὅπου κατεσκευάζοντο τὰ πλιθιά. Τὸ ἰδιο ἔκανε εἰς ὅλας τὰς πόλεις τῶν Ἀμμωνιτῶν. Μετὰ δὲ ταῦτα ἐπέστρεψεν ὁ Δαβὶδ καὶ ὅλος ὁ στρατὸς εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.