Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Σαοὺλ καὶ Δαυὶδ ἀνέστρεψε τύπτων τὸν ᾿Αμαλήκ, καὶ ἐκάθισε Δαυὶδ ἐν Σεκελὰκ ἡμέρας δύο. 1 Μετά τον θάνατον του Σαούλ ο Δαυίδ επέστρεψεν από την επιτυχή εκστρατείαν κατά των Αμαληκιτών και εκάθισεν επί δύο ημέρας εις την πόλιν Σεκελάκ. 1 Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ Σαοὺλ ἐπέστρεψεν ὁ Δαβὶδ ἀπὸ τὸν πόλεμον ἐναντίον τῶν Ἀμαληκιτῶν, τοὺς ὁποίους καὶ κατενίκησε. Καὶ ἔμεινεν ὁ Δαβὶδ εἰς τὴν πόλιν Σεκελὰκ δυο ἡμέρας.
2 καὶ ἐγενήθη τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἦλθεν ἐκ τῆς παρεμβολῆς ἐκ τοῦ λαοῦ Σαούλ, καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ διερρωγότα, καὶ γῆ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἰσελθεῖν αὐτὸν πρὸς Δαυὶδ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ. 2 Κατά την τριτην ημέραν κατέφθασεν αίφνης από το στρατόπεδον του Σαούλ ενας άνθρωπος με εσχισμένα τα ενδύματά του και με χώμα επάνω στο κεφάλι του. Οταν αυτός ήλθε προς τον Δαυίδ, έπεσε πρηνής και τον προσεκύνησε. 2 Κατὰ δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν ἦλθεν εἰς τὴν Σεκελὰκ ἕνας ἄνδρας ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τῶν πολεμιστῶν τοῦ Σαούλ, ποὺ εἶχε σχισμένα τὰ ροῦχα του καὶ χῶμα ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλι του διὰ νὰ δείχνῃ τὸ πένθος του. Καὶ μόλις εἰσῆλθεν αὐτὸς ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Δαβίδ, ἔπεσε κατὰ γῆς καὶ τὸν ἐπροσκύνησε.
3 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· πόθεν σὺ παραγίνῃ; καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐκ τῆς παρεμβολῆς ᾿Ισραὴλ ἐγὼ διασέσωσμαι. 3 Τον ηρώτησε τότε ο Δαυίδ· “από που συ έρχεσαι;” Και εκείνος είπεν· “από το στρατόπεδον των Ισραηλιτών εγώ έχω διασωθή”. 3 Καὶ ὁ Δαβὶδ τὸν ἐρώτησε: «Ἀπὸ ποὺ ἔρχεσαι σύ;» «Ἔρχομαι ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν, διασώθηκα ἀπὸ τὴν καταστροφήν», τοῦ ἀπήντησεν ἐκεῖνος.
4 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· τίς ὁ λόγος οὗτος; ἀπάγγειλόν μοι. καὶ εἶπεν ὅτι ἔφυγεν ὁ λαὸς ἐκ τοῦ πολέμου καὶ πεπτώκασι πολλοὶ ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ ἀπέθανον· καὶ Σαοὺλ καὶ ᾿Ιωνάθαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀπέθανε. 4 Του είπεν ο Δαυίδ· “πως έχουν τα πράγματα εκεί; Πληροφόρησέ με”. Εκείνος απήντησεν, ότι ο στρατός ηττήθη κατά τον πόλεμον και ετράπη εις φυγήν, ότι έχουν φονευθή πολλοί από τον λαόν και απέθανον. Ο δε Σαούλ και ο Ιωνάθαν, ο υιός του, επίσης εφονεύθησαν. 4 Τὸν ἐρώτησε τότε ὁ Δαβίδ: «Τί ἔχεις νὰ μοῦ πῇς; Τί ἀκριβῶς συνέβη; Πές μου νὰ μάθω». Καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἐτράπη εἰς φυγὴν ὁ στρατὸς ἀπὸ τὸ πεδίον τῆς μάχης καὶ ὅτι ἐπληγώθηκαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς στρατιώτας καὶ πέθαναν καὶ ὅτι πέθανε καὶ ὁ Σαοὺλ μὲ τὸν υἱόν του Ἰωνάθαν.
5 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ παιδαρίῳ τῷ ἀπαγγέλλοντι αὐτῷ· πῶς οἶδας ὅτι τέθνηκε Σαοὺλ καὶ ᾿Ιωνάθαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ; 5 Ο Δαυίδ ηρώτησε τον νεαρόν αυτόν αγγελιαφόρον· “πως συ γνωρίζεις ότι εφονεύθη ο Σαουλ και ο υιός του ο Ιωνάθαν;” 5 «Καὶ πῶς γνωρίζεις ὅτι πέθανε ὁ Σαοὺλ καὶ ὁ υἱός του ὁ Ἰωνάθαν;» ἐρώτησε ὁ Δαβὶδ τὸν νεαρόν, ποὺ τὸν ἐνημέρωνε.
6 καὶ εἶπε τὸ παιδάριον τὸ ἀπαγγέλλον αὐτῷ· περιπτώματι περιέπεσον ἐν τῷ ὄρει τῷ Γελβουέ, καὶ ἰδοὺ Σαοὺλ ἐπεστήρικτο ἐπὶ τὸ δόρυ αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ τὰ ἅρματα καὶ οἱ ἱππάρχαι συνῆψαν αὐτῷ. 6 Ο αγγελιαφόρος του είπε· “συνέβη να περιπλανώμαι στο όρος Γελδουέ και ιδού, ότι ο Σαούλ είχε πέσει πληγωμένος επάνω στο δόρυ του. Τα δε άρματα και το ιππικόν των Φιλισταίων είχον πλησιάσει προς αυτόν. 6 Καὶ ἀπήντησεν εἰς αὐτὸν ὁ νεαρός: «Εὐρέθηκα κατὰ σύμπτωσιν εἰς τὸ βουνὸ Γελβουὲ καὶ ἐκεῖ ποὺ ἐβάδιζα εἶδα τὸν Σαοὺλ νὰ στηρίζεται εἰς τὸ δόρυ του πληγωμένος καὶ τὰ ἅρματα καὶ τὸ ἱππικὸν τῶν ἀλλοφύλων Φιλισταίων νὰ εὑρίσκωνται πλησίον του.
7 καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὰ ὀπίσω αὐτοῦ καὶ εἶδέ με καὶ ἐκάλεσέ με, καὶ εἶπα· ἰδοὺ ἐγώ. 7 Εγύρισεν ο Σαουλ την κεφαλήν του προς τα οπίσω, με είδε, με εκάλεσε και εγώ είπα· Ιδού εγώ· είμαι εις τας διαταγάς σου. 7 Καὶ ἐγύρισεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὰ πίσω καὶ μὲ εἶδε καὶ μὲ ἐφώναξε καὶ τοῦ εἶπα: «Ὁρίστε, ἐδῶ εἶμαι, εἰς τὰς διαταγάς σου!»
8 καὶ εἶπέ μοι· τίς εἶ σύ; καὶ εἶπα· ᾿Αμαληκίτης ἐγώ εἰμι. 8 Εκείνος μου είπε· Ποιός είσαι συ; Του είπα ότι εγώ είμαι Αμαληκίτης. 8 Καὶ μοῦ εἶπε: «Ποιὸς εἶσαι;» «Εἶμαι Ἀμαληκίτης», τοῦ ἀπήντησα.
9 καὶ εἶπε πρός με· στῆθι δὴ ἐπάνω μου καὶ θανάτωσόν με, ὅτι κατέσχε με σκότος δεινόν, ὅτι πᾶσα ἡ ψυχή μου ἐν ἐμοί. 9 Εκείνος τότε μου είπε· Ελα, σε παρακαλώ εδώ κοντά μου και θανάτωσέ με, διότι με κατέλαβε μεγάλη σκοτοδίνη θανάτου. Εν τούτοις η ζωη μου υπάρχει άκομη εντός μου. 9 «Στάσου ἐδῶ», μοῦ εἶπεν ἐκεῖνος, «καὶ βάλε τὸ χέρι σου ἐπάνω μου καὶ σκότωσέ με, διότι μὲ ἐκυρίευσε σκοτοδίνη ἀπὸ τὰς πληγάς μου, ἀλλ’ ἡ ψυχή μου εὑρίσκεται ἀκόμη μέσα μου. Θέλω νὰ πεθάνω».
10 καὶ ἐπέστην ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσα αὐτόν, ὅτι ᾔδειν ὅτι οὐ ζήσεται μετὰ τὸ πεσεῖν αὐτόν· καὶ ἔλαβον τὸ βασίλειον τὸ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ τὸν χλιδῶνα τὸν ἐπὶ τοῦ βραχίονος αὐτοῦ καὶ ἐνήνοχα αὐτὰ τῷ κυρίῳ μου ὧδε. 10 Τον επλησίασα και τον εθανάτωσα, διότι εγνώριζα ότι δεν επρόκειτο πλέον να ζήση ύστερα από την πληγήν, που είχε λάβει. Επήρα κατόπιν το βασιλικόν διάδημα, που είχε εις την κεφαλήν του, και το βραχιόλι αυτό το οποίον έφερεν εις τον βραχίονά του, και αυτά τα έχω φέρει εδώ εις σε τον κύριόν μου”. 10 Τὸν ἐπλησίασα λοιπὸν καὶ τὸν ἐσκότωσα, διότι ἐκατάλαβα ὅτι δὲν ἐπρόκειτο να ζήσῃ μετὰ τὸ σοβαρώτατον τραῦμα του. Καὶ ἐπῆρα τὸ βασιλικόν του διάδημα, ποὺ ἦτο εἰς τὸ κεφάλι του, καὶ τὸ βραχιόλι ἀπὸ τὸν βραχίονά του καὶ τὰ ἔφερα ἐδῶ εἰς σέ, τὸν κύριόν μου».
11 καὶ ἐκράτησε Δαυὶδ τῶν ἱματίων αὐτοῦ καὶ διέρρηξεν αὐτά, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ διέρρηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν. 11 Ο Δαυίδ επόνεσεν από την αγγελίαν αυτήν, έπιασε τα ενδύματά του και τα διέρρηξε και όλοι οι άλλοι άνδρες, όσοι ήσαν μαζή με αυτόν, έσχισαν τα ενδύματά των. 11 Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Δαβίδ, ἔπιασε καὶ ἔσχισε τὰ ροῦχα του. Μαζί του ἔσχισαν τὰ ροῦχα των καὶ ὅλοι οἱ ἄνδρες, ποὺ τὸν περιστοίχιζαν.
12 καὶ ἐκόψαντο καὶ ἔκλαυσαν καὶ ἐνήστευσαν ἕως δείλης ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐπὶ ᾿Ιωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὸν λαὸν ᾿Ιούδα καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον ᾿Ισραήλ, ὅτι ἐπλήγησαν ἐν ρομφαίᾳ. 12 Εκτυπούσαν τα στήθη των, έκλαυσαν και ενήστευσαν έως το απόγευμα δια τον θάνατον του Σαούλ, δια τον θάνατον του υιού του Ιωνάθαν, δια τον ισραηλιτικόν στρατόν, δι' όλον τον λαόν του Ισραήλ, δι' όλους εκείνους οι οποίοι έπεσαν εν στόματι ρομφαίας. 12 Καὶ ἐθρήνησαν καὶ ἔκλαυσαν καὶ ἐνήστευσαν μέχρι τὸ δειλινὸν διὰ τὸν Σαοὺλ καὶ τὸν Ἰωνάθαν, τὸν υἱὸν του, καὶ διὰ τὸν στρατὸν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα καὶ δι' ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ ἐφονεύθησαν μὲ ρομφαίαν.
13 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ παιδαρίῳ τῷ ἀπαγγέλλοντι αὐτῷ· πόθεν εἶ σύ; καὶ εἶπεν· υἱὸς ἀνδρὸς παροίκου ᾿Αμαληκίτου ἐγώ εἰμι. 13 Ο Δαυίδ ηρώτησε τον νεαρόν αυτόν αγγελιαφόρον· “από που είσαι συ;” Εκείνος είπεν· “εγώ είμαι υιός ενός Αμαληκίτου, ο οποίος παροικεί εις την γην των Ιουδαίων”. 13 Καὶ ἐρώτησε πάλιν ὁ Δαβὶδ τὸν νεαρὸν ἀγγελιαφόρον: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι;» «Εἶμαι υἱὸς ἐνὸς Ἀμαληκίτου, ποὺ μένει ἀνάμεσα εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας», ἀπεκρίθη ἐκεῖνος.
14 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· πῶς οὐκ ἐφοβήθης ἐπενεγκεῖν χεῖρά σου διαφθεῖραι τὸν χριστὸν Κυρίου; 14 Ο Δαυίδ είπε προς αυτόν· “πως, λοιπόν, δεν εφοβήθης να καταφέρης φονικήν την χείρά σου εναντίον του Σαούλ και να φονεύσης τον βασιλέα, τον οποίον ο Κυριος είχε χρίσει;” 14 Τοῦ εἶπε τότε ὁ Δαβίδ: «Πῶς δὲν ἐφοβήθης νὰ σηκώσῃς τὸ χέρι σου διὰ να σκοτώσῃς ἐκεῖνον, ποὺ εἶχε χρισθῇ ἀπὸ τὸν Κύριον εἰς τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα;»
15 καὶ ἐκάλεσε Δαυὶδ ἓν τῶν παιδαρίων αὐτοῦ καὶ εἶπε· προσελθὼν ἀπάντησον αὐτῷ· καὶ ἐπάταξεν αὐτόν, καὶ ἀπέθανε. 15 Προσεκάλεσε τότε ο Δαυίδ ένα από τους νεαρούς άνδρας του και είπε προς αυτόν· “πάρε τον και θανάτωσέ τον”. Εκείνος τον εκτύπησε και τον εφόνευσεν. 15 Καὶ ἐφώναξεν ὁ Δαβὶδ ἕνα ἀπὸ τοὺς νεαροὺς πολεμιστάς του καὶ τοῦ εἶπε: «Πλησίασε καὶ δῶσε του τὴν ἀπάντησιν, ποὺ τοῦ πρέπει». Καὶ τὸν ἐκτύπησεν ἐκεῖνος θανασίμως καὶ πέθανε ἐπὶ τόπου.
16 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Δαυίδ· τὸ αἷμά σου ἐπὶ τὴν κεφαλήν σου, ὅτι στὸ στόμα σου ἀπεκρίθη κατὰ σοῦ λέγων ὅτι, ἐγὼ ἐθανάτωσα τὸν χριστὸν Κυρίου. 16 Είπε δε ο Δαυίδ προς τον εκτελεσθέντα εκείνον Αμαληκίτην· “το αίμα σου, που εχύθη, θα πέση στο κεφάλι σου, διότι συ είσαι ένοχος. Με το ίδιο σου το στόμα κατέθεσες εναντίον σου, ότι συ εθανάτωσες τον βασιλέα τον χριστόν του Κυρίου”. 16 Καὶ ἐστράφη πρὸς τὸν νεκρὸν ὁ Δαβὶδ καὶ εἶπε: «Ἡ εὐθύνῃ διὰ τὸ αἷμα σου πέφτει εἰς τὸ κεφάλι σου, διότι τὸ ἴδιο τὸ στόμα σου ἔδωσε μαρτυρίαν ἐναντίον σου, ὅταν εἶπες: «Ἐγὼ ἐθανάτωσα τὸν χριστὸν Κυρίου, δηλαδὴ τὸν βασιλέα».
17 Καὶ ἐθρήνησε Δαυὶδ τὸν θρῆνον τοῦτον ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐπὶ ᾿Ιωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ. 17 Συνέθεσε ο Δαυίδ θλιβερό μοιρολόγι, θρήνον, δια τον Σαούλ και τον υιόν αυτού Ιωνάθαν. 17 Καὶ ἐθρήνησεν ὁ Δαβὶδ μὲ αὐτὸ τὸ λυπητερὸν ᾆσμα τὸν θάνατον τοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ υἱοῦ του Ἰωνάθαν.
18 καὶ εἶπε τοῦ διδάξαι τοὺς υἱοὺς ᾿Ιούδα· ἰδοὺ γέγραπται ἐπὶ βιβλίου τοῦ εὐθοῦς. 18 Διέταξε δε να διδαχθούν αυτό το θρηνώδες άσμα και να το μάθουν οι της φυλής Ιούδα. Αυτό δε έχει καταγραφή στο ποιητικόν βιβλίον, το ονομαζόμενον “Βιβλίον του Δικαίου”. 18 Εἶπε μάλιστα νὰ μάθουν τὸ ᾆσμα αὐτὸ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, διὰ νὰ θρηνοῦν ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι. Καὶ πράγματι ἔχει γραφῆ εἰς τὸ ποιητικὸν βιβλίον, ποὺ ὀνομάζεται «Βιβλίον τοῦ Εὐθοῦς ἢ τοῦ Δικαίου».
19 Στήλωσον, ᾿Ισραήλ, ὑπὲρ τῶν τεθνηκότων ἐπὶ τὰ ὕψη σου τραυματιῶν· πῶς ἔπεσαν δυνατοί; 19 “Ανεγείρατε στήλας, Ισραηλίται, δι' αυτούς, οι οποίοι απέθαναν επάνω στο υψηλόν όρος Γελβουέ. Πως έπεσαν οι δυνατοί αυτοί ήρωες, ο Σαούλ και ο Ιωνάθαν; 19 «Μὴ ξεχνᾶτε ποτέ, Ἰσραηλῖται, αὐτοὺς ποὺ πέθαναν. Κάμετε στήλας εἰς τὰ ὑψώματά σας δι' αὐτοὺς ποὺ ἐκτυπήθηκαν. Πῶς ἔπεσαν ἀλήθεια οἱ ἥρωες, ἡ δόξᾳ τοῦ Ἰσραήλ!
20 μὴ ἀναγγείλητε ἐν Γὲθ καὶ μὴ εὐαγγελίσησθε ἐν ταῖς ἐξόδοις ᾿Ασκάλωνος, μή ποτε εὐφρανθῶσι θυγατέρες ἀλλοφύλων, μή ποτε ἀγαλλιάσωνται θυγατέρες τῶν ἀπεριτμήτων. 20 Φροντίσατε, να μη γίνη αυτό γνωστόν εις την πόλιν Γέθ. Να μη το μάθουν οι δρόμοι της Ασκάλωνος ως ευαγγέλιον χαράς, δια να μη ευφρανθούν αι θυγατέρες των αλλοφύλων και να μη χαρούν οι κόρες των απεριτμήτων. 20 Μὴ τὸ πῆτε εἰς τὴν Γὲθ καὶ μὴ ἀνακοινώσετε τὴν εὐχάριστον διὰ τοὺς ἐχθροὺς εἴδησιν εἰς τοὺς δρόμους καὶ τὰς πλατείας τῆς Ἀσκάλωνος, διὰ νὰ μὴ χαροῦν οἱ θυγατέρες τῶν ἀλλοφύλων Φιλισταίων καὶ νὰ μὴ πανηγυρίσουν οἱ θυγατέρες τῶν ἀπεριτμήτων.
21 ὄρη τὰ ἐν Γελβουὲ μὴ καταβάτω δρόσος καὶ μὴ ὑετὸς ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἀγροὶ ἀπαρχῶν, ὅτι ἐκεῖ προσωχθίσθη θυρεὸς δυνατῶν, θυρεὸς Σαοὺλ οὐκ ἐχρίσθη ἐν ἐλαίῳ. 21 Ορος Γελβουέ, να μη πέση ποτέ επάνω σου δροσιά· και βροχή να μη σε ποτίση να μη καρποφορήσουν οι αγροί σου, διότι εκεί κατέπεσε καταφρονημένη η ασπίς των δυνατών. Η ασπίδα του Σαούλ δεν ηλείφθη με έλαιον και εσκούριασε. 21 Ἐσεῖς, βουνὰ τοῦ Γελβουέ, να μὴ δῆτε ποτὲ δροσιὰ καὶ βροχὴ καὶ τὰ χωράφια σας νὰ μὴ καρποφορήσουν· διότι ἐκεῖ ἔπεσε καὶ ἔμεινε περιφρονημένη ἡ ἀσπίδα τῶν ἡρώων. Ἐκεῖ ἡ ἀσπίδα τοῦ Σαοὺλ δὲν ἀλείφθηκε μὲ λάδι, ἐγκατελείφθη, ἐσκούριασε καὶ ἔγινε ἄχρηστη.
22 ἀφ᾿ αἵματος τραυματιῶν καὶ ἀπὸ στέατος δυνατῶν τόξον ᾿Ιωνάθαν οὐκ ἀπεστράφη κενὸν εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ ρομφαία Σαοὺλ οὐκ ἀνέκαμψε κενή. 22 Από το αίμα και το λίπος των φονευομένων εχθρών ποτέ δεν εγύριζε χωρίς επιτυχίας το ένδοξον τόξον του Ιωνάθαν ! Το ίδιο και η ρομφαία του Σαούλ· ποτέ δεν επέστρεψεν αδειανή από ηρωϊκά κατορθώματα. 22 Ποτὲ ἕως τότε δὲν ἐγύρισε πίσω χωρὶς αἵματα τραυματιῶν καὶ χωρὶς λίπη δυνατῶν ἐχθρῶν τὸ τόξον τοῦ Ἰωνάθαν. Ποτὲ δὲν ἐπέστρεψε ἀδειανὴ καὶ ἄπρακτη καὶ ἡ ρομφαία τοῦ Σαούλ.
23 Σαοὺλ καὶ ᾿Ιωνάθαν, οἱ ἠγαπημένοι καὶ ὡραῖοι, οὐ διακεχωρισμένοι, εὐπρεπεῖς ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν καὶ ἐν τῷ θανάτῳ αὐτῶν οὐ διεχωρίσθησαν· ὑπὲρ ἀετοὺς κοῦφοι καὶ ὑπὲρ λέοντας ἐκραταιώθησαν. 23 Σαούλ και Ιωνάθαν, σεις οι τόσον αγαπημένοι και ωραίοι, δεν εχωρισθήκατε κατά το διάστημα της ζωής σας. Ευπρεπείς και ωραίοι υπήρξατε εις την ζωήν σας· και εις αυτόν ακόμη τον θάνατόν των δεν εχωρίσθησαν αναμεταξύ των. Ελαφρότεροι από τους αετούς και περισσότερον ισχυροί από τους λέοντας ! 23 Ὁ Σαοὺλ καὶ ὁ Ἰωνάθαν, οἱ ἀγαπημένοι καὶ ὡραῖοι καὶ πάντα ἐνωμένοι! Ἦσαν εὐπρεπεῖς εἰς τὴν ζωήν των καὶ δὲν ἐχωρίσθησαν οὔτε εἰς τὸν θάνατον. Ἦσαν πιὸ ἐλαφροὶ καὶ ἀπὸ ἀετοὺς καὶ πιὸ δυνατοὶ καὶ ἀπὸ λεοντάρια.
24 θυγατέρες ᾿Ισραήλ, ἐπὶ Σαοὺλ κλαύσατε, τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα μετὰ κόσμου ὑμῶν, τὸν ἀναφέροντα κόσμον χρυσοῦν ἐπὶ τὰ ἐνδύματα ὑμῶν. 24 Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, θρηνήσατε δια τον Σαούλ, ο οποίος σας ενέδυε με εορταστικά κόκκινα ενδύματα και με κοσμήματα, λάφυρα των εχθρών, ο οποίος σας προσέφερε χρυσά κοσμήματα επάνω εις τα ενδύματά σας. 24 Κλαύσατε, θυγατέρες τοῦ Ἰσραήλ, διὰ τὸν Σαούλ, ποὺ σᾶς ἔντυνε μὲ κόκκινα ἐνδύματα μὲ στολίδια, ποὺ τὰ ἔπαιρνε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, καὶ σᾶς ἔφερνε χρυσᾶ στολίδια διὰ τὰ φορέματά σας.
25 πῶς ἔπεσαν δυνατοὶ ἐν μέσῳ τοῦ πολέμου· ᾿Ιωνάθαν ἐπὶ τὰ ὕψη σου τραυματίας. 25 Πως έπεσαν οι δυνατοί αυτοί ήρωες κατά τον πόλεμον ! Ο Ιωνάθαν εις τα υψηλά μέρη του όρους Γελβουέ εφονεύθη. 25 Πῶς ἔπεσαν ἀλήθεια οἱ ἥρωες μέσα εἰς τὴν μάχην! Ὦ Ἰωνάθαν! Ἀπέθανε πληγωμένος εἰς τὰ ὑψώματά σου, Γελβουέ!
26 ἀλγῶ ἐπὶ σοί, ἀδελφέ μου ᾿Ιωνάθαν· ὡραιώθης μοι σφόδρα, ἐθαυμαστώθη ἡ ἀγάπησίς σου ἐμοὶ ὑπὲρ ἀγάπησιν γυναικῶν. 26 Αδελφέ μου Ιωνάθαν, πονώ δια τον θάνατόν σου ! Υπήρξες δι' εμέ το ωραιότερον πρόσωπον. Σε ηγάπησα περισσότερον, από όσον είναι δυνατόν να αγαπηθή μία γυναίκα. Πως έπεσαν οι δυνατοί ! 26 Πονῶ καὶ ὑποφέρω διὰ σέ, ἀδελφέ μου Ἰωνάθαν. Ἤσουν δι' ἐμὲ ἐξαιρετικὰ ὡραῖος! Ἡ ἀγάπη μου πρὸς σὲ ἦτο ἀνωτέρα καὶ αὐτῆς τῆς ἀγάπης τῶν γυναικῶν, ποὺ εἶναι ἐκ φύσεως πολὺ δυνατή.
27 πῶς ἔπεσαν δυνατοὶ καὶ ἀπώλοντο σκεύη πολεμικά; 27 Πως εχάθησαν τα ένδοξα πολεμικά των όπλα” ! 27 Πῶς ἔγινε καὶ κατέπεσαν οἱ ἥρωες καὶ ἐχάθηκαν τὰ δοξασμένα ὅπλα των!»