Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸν φακὸν τοῦ ἐλαίου καὶ ἐπέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἐφίλησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὐχὶ κέκχρικέ σε Κύριος εἰς ἄρχοντα ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἐπὶ ᾿Ισραήλ; καὶ σὺ ἄρξεις ἐν λαῷ Κυρίου, καὶ σὺ σώσεις αὐτὸν ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν αὐτοῦ κυκλόθεν. 1 Ο Σαμουήλ επήρε τότε το δοχείον του ελαίου και έχυσε επάνω εις την κεφαλήν του Σαούλ, τον εφίλησε και του είπεν· “ο Κυριος σε δεν έχει χρίσει άρχοντα και βασιλέα στον ισραηλιτικόν λαόν του; Ναι, συ θα είσαι αρχηγός του λαού του Κυρίου· συ θα σώσης αυτόν από τα χέρια των γύρω εχθρών του. 1 Καὶ ἐπῆρεν ὁ Σαμουὴλ τὸ δοχεῖον, ποὺ περιεῖχε λάδι, καὶ ἔχυσε λάδι ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλι τοῦ Σαοὺλ καὶ τὸν ἠσπάσθη καὶ τοῦ εἶπεν: «Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Ἐκεῖνος, ποὺ σὲ ἐδιάλεξε καὶ σὲ ἔχρισεν ἤδη, διὰ νὰ βασιλεύῃς εἰς τὸν λαόν του, τὸν Ἰσραήλ; Σὺ λοιπὸν εἰς τὸ ἑξῆς θὰ ἐξουσιάζῃς τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου καὶ σὺ εἶσαι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸν σώσῃς ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν του, ποὺ τὸν περικυκλώνουν.
2 καὶ τοῦτό σοι τὸ σημεῖον ὅτι ἔχρισέ σε Κύριος ἐπὶ κληρονομίαν αὐτοῦ εἰς ἄρχοντα· ὡς ἂν ἀπέλθῃς σήμερον ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ εὑρήσεις δύο ἄνδρας πρὸς τοῖς τάφοις Ραχὴλ ἐν τῷ ὄρει Βενιαμὶν ἁλλομένους μεγάλα, καὶ ἐροῦσί σοι· εὕρηνται αἱ ὄνοι, ἃς ἐπορεύθητε ζητεῖν, καὶ ἰδοὺ ὁ πατήρ σου ἀποτετίνακται τὸ ρῆμα τῶν ὄνων καὶ ἐδαψιλεύσατο δι᾿ ὑμᾶς λέγων· τί ποιήσω ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ μου; 2 Αυτά δε είναι δια σε τα σημεία, από τα οποία θα πεισθής, ότι πράγματι ο Κυριος σε έχρισεν ως άρχοντα του εκλεκτού λαού του. Πρώτον· αμέσως μόλις σήμερον αναχωρήσης από εμέ, θα εύρης πλησίον στον τάφον της Ραχήλ, εις τα νοτία όρια της φυλής Βενιαμίν, δύο άνδρας που θα πηδούν από την χαράν των και οι οποίοι θα σου είπουν· Ευρέθησαν αι όνοι, τας οποίας επήγατε να αναζητήσετε, και ο πατήρ σου έπαυσε πλέον να ασχολήται με το ζήτημα των όνων. Εχει όμως κυριευθή από ανησυχίαν να εύρη σας και λέγει· Τι πρέπει να κάμω δια να εύρω τον υιόν μου; 2 Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ σημάδια, ποὺ θὰ σὲ βεβαιώσουν ὅτι σὲ ἔχρισεν ὁ Κύριος ἄρχοντα τοῦ λαοῦ του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνήκει σὰν κτῆμα του. Τώρα ποὺ θὰ φύγῃς ἀπὸ ἐμέ, θὰ συναντήσῃς κοντὰ εἰς τοὺς τάφους τῆς Ραχήλ, εἰς τὸ βουνὸ ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ σύνορα τῆς χώρας τῆς φυλῆς Βενιαμίν, δύο ἄνδρας ποὺ θὰ χοροπηδοῦν ἐνθουσιασμένοι καὶ θὰ σοῦ εἰποῦν: «Βρέθηκαν πλέον οἱ ὄνοι, ποὺ ἐπήγατε νὰ ἀναζητήσετε. Τώρα μάλιστα ὁ πατέρας σου ἄφησε τὴν ὑπόθεσιν τῶν ὄνων καὶ ἄρχισε νὰ ἀνησυχῇ διὰ σᾶς καὶ λέγει: Τί θὰ κάνω, διὰ νὰ βρεθῇ ὁ υἱός μου;»
3 καὶ ἀπελεύσῃ ἐκεῖθεν καὶ ἐπέκεινα ἥξεις ἕως τῆς δρυὸς Θαβὼρ καὶ εὑρήσεις ἐκεῖ τρεῖς ἄνδρας ἀναβαίνοντας πρὸς τὸν Θεὸν εἰς Βαιθήλ, ἕνα αἴροντα τρία αἰγίδια καὶ ἕνα αἴροντα τρία ἀγγεῖα ἄρτων καὶ ἕνα αἴροντα ἀσκὸν οἴνου. 3 Δεύτερον σημείον· θα φύγης από εκεί, θα προχωρήσης και θα φθάσης μέχρι της τοποθεσίας, η οποία λέγεται “Δρυς Θαβώρ”. Εκεί θα συναντήσης τρεις άνδρας, οι οποίοι θα ανέρχονται προς την Σκηνήν του Μαρτυρίου, εις την Βαιθήλ. Ο ένας από αυτούς θα οδηγή τρία ερίφια, ο δεύτερος θα φέρη τρία αγγεία, μέσα εις τα οποία θα υπάρχουν άρτοι, και ο τρίτος θα φέρη ένα ασκί με κρασί. 3 Θὰ φύγῃς ἔπειτα ἀπὸ ἐκεῖ καί, ἀφοῦ συνεχίσῃς τὴν πορείαν σου, θὰ φθάσῃς μέχρι τὴν θέσιν, ποὺ ὀνομάζεται «Δρῦς Θαβώρ». Καὶ θὰ συναντήσῃς ἐκεῖ τρεῖς ἄνδρας, ποὺ θὰ ἀνεβαίνουν πρὸς τὸν τόπον τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν Βαιθήλ. Ὁ ἕνας θὰ σηκώνῃ ἐπάνω του τρία μικρὰ κατσίκια, ὁ ἄλλος θὰ κρατῇ τρία πανέρια μὲ ψωμιὰ καὶ ὁ τρίτος θὰ βαστάζῃ ἕνα ἀσκὶ μὲ κρασί.
4 καὶ ἐρωτήσουσί σε τὰ εἰς εἰρήνην καὶ δώσουσί σοι δύο ἀπαρχὰς ἄρτων, καὶ λήψῃ ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν. 4 Αυτοί θα σε χαιρετήσουν ειρηνικώς και θα σου δώσουν δύο άρτους, τους οποίους συ θα λάβης από τα χέρια των. 4 Θὰ σὲ χαιρετήσουν λοιπὸν αὐτοὶ καὶ θὰ εὐχηθοῦν νὰ ἔχῃς εἰρήνην καὶ θὰ σοῦ προσφέρουν δύο ψωμιὰ ζυμωμένα ἀπὸ τὰ πρῶτα σιτηρὰ καὶ θὰ τὰ πάρης ἀπὸ τὰ χέρια των.
5 καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσῃ εἰς τὸν βουνὸν τοῦ Θεοῦ, οὗ ἐστιν ἐκεῖ τὸ ἀνάστημα τῶν ἀλλοφύλων, ἐκεῖ Νασὶβ ὁ ἀλλόφυλος. καὶ ἔσται ὡς ἂν εἰσέλθητε ἐκεῖ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσεις χορῷ προφητῶν καταβαινόντων ἐκ τῆς Βαμᾶ, καὶ ἔμπροσθεν αὐτῶν νάβλα καὶ τύμπανον καὶ αὐλὸς καὶ κινύρα, καὶ αὐτοὶ προφητεύοντες· 5 Τρίτον σημείον· έπειτα από αυτά θα ανεβής εις ένα ύψωμα αφιερωμένον στον Θεόν, όπου υπάρχει κάποιο φυλάκιον των Φιλισταίων. Εκεί είναι ο Φιλισταίος Νασίβ. Θα συμβή δε τούτο· Οταν εισέλθετε εις την πόλιν, επάνω στο ύψωμα, θα συναντήσης μία ομάδα προφητών, οι οποίοι θα κατεβαίνουν από αυτό το ύψωμα. Εμπρός από αυτούς θα προηγούνται μουσικά όργανα, λύρα, τύμπανον, αυλός και κιθάρα. Η ομάς αυτή των προφητών θα προφέρη λόγια ιερά και ιερά άσματα, από την έμπνευσιν του Πνεύματος του Κυρίου. 5 Κατόπιν θὰ περάσῃς μέσα ἀπὸ τὸ βουνό, ποὺ λέγεται «βουνὸ τοῦ Θεοῦ», ὅπου εὑρίσκεται ἡ στρατιωτικὴ φρουρὰ τῶν Φιλισταίων καὶ ἐδρεύει ἐκεῖ ὁ ἀλλόφυλος Νασίβ. Καὶ μόλις θὰ ἐμβῆτε εἰς τὴν πόλιν, θὰ συναντήσῃς μίαν ὁμάδα προφητῶν, ποὺ θὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὴν Βαμᾶ. Θὰ προπορεύωνται δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ὀργανοπαίκται μὲ λύραν καὶ τύμπανον καὶ αὐλὸν καὶ κιθάραν. Καὶ καθὼς θὰ βαδίζουν οἱ προφῆται αὐτοί, θὰ προφέρουν λόγια Θεοῦ καὶ θὰ ψάλλουν.
6 καὶ ἐφαλεῖται ἐπὶ σὲ πνεῦμα Κυρίου, καὶ προφητεύσεις μετ᾿ αὐτῶν καὶ στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον. 6 Τοτε θα έλθη έξαφνα και εις σε και θα σε καταλάβη Πνεύμα Κυρίου και μαζή με αυτούς θα λέγης και συ ιερά λόγια και ιερά άσματα. Θα γίνης άλλος άνθρωπος. 6 Τὴν στιγμὴν ἐκείνην θὰ ἔλθῃ μὲ ὁρμὴν ἐπάνω σου Πνεῦμα Κυρίου καὶ θὰ προφητεύσῃς καὶ σὺ μαζί των καὶ θὰ μεταστραφῇς καὶ θὰ γίνῃς ἄλλος ἄνθρωπος.
7 καὶ ἔσται ὅταν ἥξει τὰ σημεῖα ταῦτα ἐπὶ σέ, ποίει πάντα, ὅσα ἐὰν εὕρῃ ἡ χείρ σου, ὅτι Θεὸς μετὰ σοῦ. 7 Οταν δε πραγματοποιηθούν εις σε αυτά τα τρία σημεία, κάμε όλα όσα αι περιστάσεις σου επιβάλλουν, διότι ο Κυριος είναι πλέον μαζή σου. 7 Ὅταν λοιπὸν γίνουν ἐμπρός σου αὐτὰ τὰ σημάδια, κάμνε ὅ,τι νομίζεις καὶ ἠμπορεῖς διὰ κάθε περίστασιν, διότι θὰ εἶναι βέβαιον πλέον ὅτι εἶναι μαζί σου ὁ Θεὸς καὶ σὲ καθοδηγεῖ.
8 καὶ καταβήσῃ ἔμπροσθεν τῆς Γαλγάλ, καὶ ἰδοὺ καταβαίνω πρός σε ἀνενεγκεῖν ὁλοκαύτωσιν καὶ θυσίας εἰρηνικάς· ἑπτὰ ἡμέρας διαλείψεις ἕως τοῦ ἐλθεῖν με πρός σε, καὶ γνωρίσω σοι ἃ ποιήσεις. 8 Κατόπιν θα προχωρήσης εμπρός και θα έλθης εις Γαλγαλα. Σου δηλώνω δε ότι θα έλθω και εγώ εκεί προς σέ, δια να προσφέρω ολοκαυτώματα και γενικάς θυσίας προς τον Θεόν. Θα περιμένης επτά ημέρας μέχρις ότου έλθω και εγώ εκεί, όπου και θα σου είπω, τι πρέπει να κάμης”. 8 Θὰ κατεβῇς κατόπιν καὶ θὰ εὕρῃς ἐμπρός σου τὴν πόλιν Γαλγάλ. Θὰ ἔλθω ἐπίσης καὶ ἐγὼ ἐκεθι κάτω κοντά σου, διὰ νὰ προσφέρω θυσίαν ὁλοκαυτώσεως καὶ θυσίας εἰρηνικὰς ὡς ἐκδήλωσιν εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Κύριον. Θὰ μὲ περιμένῃς ἑπτὰ ἡμέρας, ἕως ὅτου ἔλθω καὶ σὲ συναντήσω καὶ θὰ σοῦ εἶπω τότε τί θὰ κάνῃς κατόπιν».
9 καὶ ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπὸ Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεὸς καρδίαν ἄλλην· καὶ ἦλθε πάντα τὰ σημεῖα ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. 9 Αμέσως μόλις ο Σαούλ, έκπληκτος δι' όσα ήκουσε, έστρεψε τα νώτα του δια να αναχωρήση από τον Σαμουήλ, ο Θεός μετέβαλε αυτού την καρδίαν, ώστε να γίνη ο Σαούλ άλλος άνθρωπος. Επραγματοποιήθησαν δε κατά την ημέραν εκείνην όλα εκείνα τα σημεία, που του είχε προείπει ο Σαμουήλ. 9 Καὶ πράγματι, μόλις ἔστρεψε τὰ νῶτα του ὁ Σαοὺλ διὰ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν Σαμουήλ, μετέβαλεν ὁ Θεὸς τὴν καρδίαν του καὶ ἔγινεν ἄλλος ἄνθρωπος. Ἐξεπληρώθησαν δὲ κατὰ τὴν ἰδίαν ἡμέραν ὅλα, ὅσα τοῦ προεῖπε σὰν σημάδια ὁ Σαμουήλ.
10 καὶ ἔρχεται ἐκεῖθεν εἰς τὸν βουνόν, καὶ ἰδοὺ χορὸς προφητῶν ἐξεναντίας αὐτοῦ· καὶ ἥλατο ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα Θεοῦ, καὶ προεφήτευσεν ἐν μέσῳ αὐτῶν. 10 Ηλθεν από εκεί ο Σαούλ στο υψωμα και ιδού μία ομάς προφητών απέναντί του. Επεσεν εις αυτόν Πνεύμα Θεού και εδίδασκε και αυτός εν μέσω αυτών λόγια Θεού. 10 Καὶ ἔρχεται ἀπὸ ἐκεῖ εἰς τὸ βουνὸ καὶ ἀμέσως βλέπει ἀπέναντί του τὴν ὁμάδα τῶν προφητῶν. Καὶ τὸν ἐκυρίευσε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ προεφήτευσε καὶ αὐτὸς ἀνάμεσά των, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι.
11 καὶ ἐγενήθησαν πάντες οἱ εἰδότες αὐτὸν ἐχθὲς καὶ τρίτης καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐν μέσῳ τῶν προφητῶν. καὶ εἶπεν ὁ λαὸς ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· τί τοῦτο τὸ γεγονὸς τῷ υἱῷ Κίς; ἦ καὶ Σαοὺλ ἐν προφήταις; 11 Ολοι δε εκείνοι, οι οποίοι εγνώριζον αυτόν προηγουμένως και είδον και ιδού ότι αυτός ευρίσκετο εν μέσω των προφητών προφητεύων, διηρωτήθησαν και έλεγεν ο ένας προς τον άλλον· “τι είναι αυτό το οποίον συνέβη στο παιδί του Κις; Πράγματι και ο Σαούλ ανήκει εις την τάξιν των προφητών;” 11 Τὸν εἶδαν ἐν τῷ μεταξὺ ὅλοι, ὅσοι τὸν ἤξευραν μέχρι τότε, να εὑρίσκεται τώρα καὶ αὐτὸς ἀνάμεσα εἰς τοὺς προφήτας. Καὶ εἶπαν ἔκπληκτοι ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον οἱ Ἰσραηλῖται: «Τί εἶναι αὐτό, ποὺ ἔχει συμβῇ μὲ τὸν υἱὸν τοῦ Κίς; Ὥστε καὶ ὁ Σαοὺλ ἀνῆκει εἰς τοὺς προφήτας;»
12 καὶ ἀπεκρίθη τις αὐτῶν καὶ εἶπε· καὶ τίς πατὴρ αὐτοῦ; καὶ διὰ τοῦτο ἐγενήθη εἰς παραβολήν, ἦ καὶ Σαοὺλ ἐν προφήταις; 12 Καποιος δε από τον λαόν απεκρίθη περιφρονητικώς και είπε· “ποιός είναι ο πατέρας του;” Δια τούτο η φράσις αυτή “πράγματι και ο Σαούλ είναι μεταξύ των προφητών;” Εγινε πλέον παροιμιώδης μεταξύ των Ισραηλιτών. 12 Κάποιος δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἀπεκρίθη καὶ εἶπε: «Καὶ ποῖος εἶναι ὁ πατέρας του; Ποιὸς τὸν ἔκανε προφήτην;» Δι' αὐτὸν μάλιστα τὸν λόγον ἔμεινεν ἀπὸ τότε παροιμιώδης ἡ φράσις: «Ὥστε καὶ ὁ Σαοὺλ ἀνήκει εἰς τοὺς προφήτας;»
13 καὶ συνετέλεσε προφητεύων καὶ ἔρχεται εἰς τὸν βουνόν. 13 Οταν ο Σαούλ ετελείωσε τους ιερούς λόγους, μετέβη στο ύψωμα του Θεού. 13 Καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσεν ὁ Σαοὺλ τὰ ἱερὰ λόγια καὶ ἄσματα, ποὺ τοῦ ἐνέπνευσε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἦλθεν εἰς τὸ βουνό.
14 καὶ εἶπεν ὁ οἰκεῖος αὐτοῦ πρὸς αὐτὸν καὶ πρὸς τὸ παιδάριον αὐτοῦ· ποῦ ἐπορεύθητε; καὶ εἶπαν· ζητεῖν τὰς ὄνους· καὶ εἴδαμεν ὅτι οὐκ εἰσί, καὶ εἰσήλθομεν πρὸς Σαμουήλ. 14 Ενας συγγενής του είπεν εις αυτόν και στον νεαρόν δούλον του· “που επήγατε;” Εκείνοι απάντησαν· “επήγαμεν εις αναζήτησιν των όνων. Επειδή όμως δεν τους ευρήκαμε πουθενά, επανήλθομεν εις την πόλιν όπου ήτο ο Σαμουήλ”. 14 Ἕνας δὲ συγγενής του ἐρώτησε τὸν Σαοὺλ καὶ τὸν νεαρὸν δοῦλον του: «Ποὺ ἐπήγατε;» Καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἐπήγαμε νὰ ἀναζητήσωμεν τοὺς ὅνους καί, ὅταν δὲν τοὺς εὐρήκαμε, ἐπήγαμε καὶ ἐσυναντήσαμε τὸν Σαμουήλ».
15 καὶ εἶπεν ὁ οἰκεῖος πρὸς Σαούλ· ἀπάγγειλον δή μοι, τί εἶπέ σοι Σαμουήλ; 15 Ο συγγενής αυτός του Σαούλ είπεν στον Σαούλ· “πές μου λοιπόν, τι είπεν εις σε ο Σαμουήλ;” 15 Καὶ εἶπεν ὁ συγγενής του πρὸς τὸν Σαούλ: «Πές μου λοιπὸν τώρα, τὶ σοῦ εἶπεν ὁ Σαμουήλ;»
16 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν οἰκεῖον αὐτοῦ· ἀπήγγειλεν ἀπαγγέλλων μοι ὅτι εὕρηνται αἱ ὄνοι. τὸ δὲ ρῆμα τῆς βασιλείας οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῷ. 16 Ο Σαούλ απήντησε προς τον συγγενή του· “μας επληροφόρησεν ότι ευρέθησαν αι όνοι”. Το ζήτημα της βασιλείας δεν το ανέφερεν στον συγγενή του. 16 Καὶ εἶπεν ὁ Σαοὺλ πρὸς τὸν συγγενῆ του: «Μοῦ ἐφανέρωσε καὶ μοῦ εἶπεν ὅτι ἔχουν βρεθῆ οἱ ὄνοι». Δὲν τοῦ εἶπεν ὅμως τίποτε ὁ Σαοὺλ διὰ τὸ θέμα τῆς βασιλείας καὶ τὴν χρῖσιν τοῦ εἰς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ.
17 Καὶ παρήγγειλε Σαμουὴλ παντὶ τῷ λαῷ πρὸς Κύριον εἰς Μασσηφὰθ 17 Ο Σαμουήλ παρήγγειλλε και ήλθεν όλος ο λαός ο ισραηλιτικός εις Μασσηφάθ ενώπιον του Κυρίου. 17 Μετὰ ταῦτα ἔδωσεν ὁ Σαμουὴλ ἐντολὴν καὶ ἐμαζεύθηκαν ὅλοι οἰ Ἰσραηλῖται ἐνώπιον τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Μασσηφάθ.
18 καὶ εἶπε πρὸς υἱοὺς ᾿Ισραήλ· τάδε εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραὴλ λέγων· ἐγὼ ἀνήγαγον τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἐξειλάμην ὑμᾶς ἐκ χειρὸς Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου καὶ ἐκ πασῶν τῶν βασιλειῶν τῶν θλιβουσῶν ὑμᾶς· 18 Είπε δε προς τους συγκεντρωθέντος Ισραηλίτας· “αυτά λέγει ο Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Εγώ έβγαλα ελευθέρους τους Ισραηλίτας από την Αίγυπτον· σας έβγαλα από τα χέρια του Φαραώ του βασιλέως της Αιγύπτου και κατόπιν σας έσωσα από όλα τα έθνη, τα οποία σας κατέθλιβον. 18 Καὶ εἶπε πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας: «Αὐτὰ ἀπεκάλυψε καὶ εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ: «Ἐγὼ εἶμαι Ἐκεῖνος, ποὺ ἐσήκωσα καὶ ἔβγαλα ἐλεύθερον τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ σᾶς ἐγλύτωσα ἀπὸ τὰ σκληρὰ χέρια τοῦ Φαραώ, τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ βασίλεια ποὺ σᾶς ἐπίεζαν».
19 καὶ ὑμεῖς σήμερον ἐξουδενήκατε τὸν Θεόν, ὃς αὐτός ἐστιν ὑμῶν σωτὴρ ἐκ πάντων τῶν κακῶν ὑμῶν καὶ θλίψεων ὑμῶν, καὶ εἴπατε· οὐχί, ἀλλ᾿ ἢ ὅτι βασιλέα καταστήσεις ἐφ᾿ ἡμῶν· καὶ νῦν κατάστητε ἐνώπιον Κυρίου κατὰ τὰ σκῆπτρα ὑμῶν καὶ κατὰ τὰς φυλὰς ὑμῶν. 19 Σεις όμως σήμερα περιεφρονήσατε εμέ τον Θεόν σας, ο οποίος υπήρξα ο σωτήρ σας από όλας τας περιπετείας και τας συμφοράς σας, και είπατε· Τιποτε άλλο δεν θέλομεν πλην του να εγκαταστήσης βασιλέα εις ημάς. Παρουσιασθήτε λοιπόν ενώπιον του Κυρίου κατά φυλάς και κατά δήμους”. 19 Σεῖ» ὅμως τώρα περιφρονήσατε τὸν Θεόν, ποὺ αὐτὸς εἶναι ὁ σωτήρ σας ἀπὸ ὅλας τὰς συμφοράς σας καὶ τὰς θλίψεις σας, καὶ εἴπατε: «Ὄχι, δὲν θέλομεν νὰ μᾶς κυβερνᾷ ὁ Θεός. Ζητοῦμεν νὰ ἐγκαταστήσῃς εἰς ἡμᾶς βασιλέα». Τώρα λοιπὸν σταθῆτε ἐδῶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μὲ τὴν σειρὰν κατὰ τὰς φυλάς σας καὶ κατὰ τὰς πατρίας σας».
20 καὶ προσήγαγε Σαμουὴλ πάντα τὰ σκῆπτρα ᾿Ισραήλ, καὶ κατακληροῦται σκῆπτρον Βενιαμίν· 20 Ο Σαμουηλ, προκειμένου να κάμη την εκλογήν του βασιλέως, διέταξε να προσέλθουν όλαι αι φυλαί των Ισραηλιτών. Εβαλε δε κλήρους και ο κλήρος έπεσεν εις την φυλήν του Βενιαμίν, εκ της οποίας θα έπρεπε να εκλεγή ο βασιλεύς. 20 Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουὴλ να προσέλθουν ἐκεῖ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ καί, ἀφοῦ ἔβαλε κλήρους, ἔπεσεν ὁ κλῆρος εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμίν.
21 καὶ προσάγει σκῆπτρον Βενιαμὶν εἰς φυλάς, καὶ κατακληροῦται φυλὴ Ματταρί· καὶ προσάγουσι τὴν φυλὴν Ματταρὶ εἰς ἄνδρας, καὶ κατακληροῦται Σαοὺλ υἱὸς Κίς. καὶ ἐζήτει αὐτόν, καὶ οὐχ εὑρίσκετο. 21 Προσήλθεν η φυλή Βενιαμίν κατά δήμους, έγινε πάλιν κλήρωσις και δια κλήρου ωρίσθη ο δήμος Ματταρί, από όπου έπρεπε να εκλεγή ο βασιλεύς. Ενεφανίσθη ο δήμος Ματταρί κατ' άνδρας και ερρίφθη κλήρος και ο κλήρος έπεσεν στον Σαούλ, τον υιόν του Κις. Ο Σαμουήλ εζήτει αυτόν αλλά δεν τον εύρικεν. 21 Εἶπε κατόπιν νὰ προσέλθουν οἱ ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν πατριαρχικῶν οἰκογενειῶν τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν. Καί, ἀφοῦ ἔβαλε κλήρους, ἔπεσεν ὁ κλῆρος εἰς τὴν πατριαρχικὴν οἰκογένειαν τοῦ Ματταρί. Καὶ εἶπεν ἐν συνεχείᾳ νὰ προσέλθουν ὅλοι οἱ ἄνδρες τῆς πατριαρχικῆς οἰκογενείας τοῦ Ματταρὶ καί, ἀφοῦ ἔβαλε κλήρους, ἔπεσεν ὁ κλῆρος εἰς τὸν Σαούλ, τὸν υἱὸν τοῦ Κίς. Ἀνεζήτησε λοιπὸν ὁ Σαμουὴλ τὸν Σαούλ, ἀλλ’ ὅμως δὲν εὑρίσκετο πουθενά.
22 καὶ ἐπηρώτησε Σαμουὴλ ἔτι ἐν Κυρίῳ· εἰ ἔρχεται ὁ ἀνὴρ ἐνταῦθα; καὶ εἶπε Κύριος· ἰδοὺ αὐτὸς κέκρυπται ἐν τοῖς σκεύεσι. 22 Ο Σαμουήλ ηρώτησε και πάλιν τότε τον Κυριον· “θα έλθη αυτός ο άνθρωπος εδώ;” Ο Κυριος απήντησεν· “ιδού, αυτός είναι κρυμμένος εις τας αποσκευάς”. 22 Καὶ ἐρώτησε ὁ Σαμουὴλ καὶ πάλιν τὸν Κύριον: «Θὰ ἔλθῃ ἄραγε ἐδῶ ὁ ἄνδρας αὐτός;» Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκρίθη: «Νά, αὐτὸς εἶναι κρυμμένος ἐκεῖ, ὅπου φυλάσσονται αἱ ἀποσκευαί».
23 καὶ ἔδραμε καὶ λαμβάνει αὐτὸν ἐκεῖθεν καὶ κατέστησεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ, καὶ ὑψώθη ὑπὲρ πάντα τὸν λαὸν ὑπερωμίαν καὶ ἐπάνω. 23 Ο Σαμουήλ έτρεξε, επήρεν αυτόν από εκεί και τον ετοποθέτησεν εν μέσω του Ισραηλιτικού λαού. Ο Σαούλ, χάρις στο μεγάλο ανάστημά του, ήτο υψηλότερος ανάμεσα εις όλους τους άλλους, από τους ώμους και επάνω, και διεκρίνετο μεταξύ των Ισραηλιτών. 23 Καὶ ἔτρεξεν ὁ Σαμουὴλ καὶ τὸν ἐπῆρε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὸν ἔβαλε νὰ σταθῇ ἀνάμεσα εἰς τὸν λαόν. Καὶ διεκρίνετο ἀπὸ ὅλους, διότι ἦτο ὑψηλότερος ὅλων, ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ ἐπάνω.
24 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς πάντα τὸν λαόν· εἰ ἑωράκατε ὃν ἐκλέλεκται ἑαυτῷ Κύριος, ὅτι οὐκ ἔστιν ὅμοιος αὐτῷ ἐν πᾶσιν ὑμῖν; καὶ ἔγνωσαν πᾶς ὁ λαὸς καὶ εἶπαν· ζήτω ὁ βασιλεύς. 24 Ο Σαμουήλ είπε προς όλον τον λαόν· “δεν είδατε αυτόν, τον οποίον ο Κυριος εξέλεξεν ως βασιλέα σας; Δεν υπάρχει άλλος όμοιος με αυτόν μεταξύ όλων των Ισραηλιτών”. Ολος ο λαός ανεγνώρισε και παρεδέχθη την εκλογήν αυτήν του βασιλέως και εφώναξαν· “ζήτω ο βασιλεύς”. 24 Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουὴλ πρὸς ὅλον τὸν λαόν: «Εἴδατε λοιπὸν αὐτόν, ποὺ ἔχει διαλέξει ὡς βασιλέα διὰ τὸν λαόν του ὁ ἴδιος ὁ Κύριος; Δὲν ὑπάρχει ἄλλος ὅμοιος του μεταξὺ ὅλων σας». Καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ἐνέκριναν τὴν ἐκλογήν, τὸν ἀνεγνώρισαν ὡς βασιλέα των καὶ ἐκραύγασαν: «Ζήτω ὁ βασιλεύς!»
25 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαὸν τὸ δικαίωμα τοῦ βασιλέως καὶ ἔγραψεν ἐν βιβλίῳ καὶ ἔθηκεν ἐνώπιον Κυρίου. καὶ ἐξαπέστειλε Σαμουὴλ πάντα τὸν λαόν, καὶ ἀπῆλθεν ἕκαστος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ. 25 Ανεκοίνωσε τότε ο Σαμουήλ στον λαόν τα δικαιώματα του βασιλέως και έγραψεν αυτά εις βιβλίον, το οποίον και ετοποθέτησε πλησίον εις την Ιεράν Κιβωτόν. Μετά ταύτα ο Σαμουήλ διέλυσεν όλον τον λαόν και ο κάθε Ισραηλίτης μετέβη εις την πόλιν του. 25 Ἀνεκοίνωσε κατόπιν ὁ Σαμουὴλ εἰς τὸν λαὸν τὰ κυριαρχικὰ δικαιώματα τοῦ βασιλέως καὶ τὰ ἔγραψεν εἰς βιβλίον, ποὺ τὸ ἐτοποθέτησεν ἐν συνεχείᾳ ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης. Καὶ μετὰ ταῦτα διέλυσεν ὁ Σαμουὴλ τὴν συνάθροισιν τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ἐπέστρεψε καθένας εἰς τὸν τόπον του.
26 καὶ Σαοὺλ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ εἰς Γαβαά· καὶ ἐπορεύθησαν υἱοὶ δυνάμεων, ὧν ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν μετὰ Σαούλ. 26 Και ο Σαούλ μετέβη στον οίκον του εις Γαβαά. Μερικοί δε γενναίοι άνδρες, των οποίων τας καρδίας ο Κυριος είχε παρακινήσει, επορεύθησαν μαζή με τον Σαούλ. 26 Μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἐπέστρεψεν εἰς τὸ σπίτι του, εἰς τὴν Γαβαὰ καὶ ὁ Σαούλ. Ὡρισμένοι δὲ γενναῖοι καὶ ἰσχυροὶ ἄνδρες, ποὺ συνεκίνησε τὰς καρδίας των ὁ Κύριος, ἐνθουσιάσθηκαν καὶ ἀκολούθησαν τὸν Σαοὺλ ὡς τιμητικὴ φρουρά του.
27 καὶ υἱοὶ λοιμοὶ εἶπαν· τίς σώσει ὑμᾶς οὗτος; καὶ ἠτίμασαν αὐτὸν καὶ οὐκ ἤνεγκαν αὐτῷ δῶρα. 27 Παρ όλα όμως αυτά τα σημεία ευρέθησαν και μερικοί ασεβείς άνθρωποι, οι οποίοι είπαν περιφρονητικώς· “ποίος είναι αυτός ο Σαούλ, ο οποίος θα μας σώση;” Ετσι δε περιεφρόνησαν τον Σαούλ και δεν προσέφεραν κανένα δώρον προς αυτόν ως προς βασιλέα. 27 Μερικοὶ ὅμως, ποὺ ἦσαν πονηροὶ καὶ ἀχρεῖοι, εἶπαν: «Ποιὸς εἶναι αὐτός, ποὺ θὰ μᾶς σώσῃ;» Καὶ ἔδειξαν περιφρόνησιν πρὸς τὸ πρόσωπόν του καὶ δὲν τοῦ προσέφεραν δῶρα διὰ τὴν ἐκλογήν του ὡς βασιλέως τὴν Μασσηφάθ.