Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Τότε προσέρχονται τῷ Ἰησοῦ οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι λέγοντες· 1 Τοτε προσήλθαν στον Ιησούν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, και του είπαν· 1 Τότε ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐμεναν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἶπαν·
2 Διατί οἱ μαθηταί σου παραβαίνουσι τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων; οὐ γὰρ νίπτονται τὰς χεῖρας αὐτῶν ὅταν ἄρτον ἐσθίωσιν. 2 “Διατί οι μαθηταί σου παραβαίνουν την παράδοσιν των πρεσβυτέρων, δηλαδή των παλαιοτέρων διδασκάλων μας; Αυτό δε φαίνεται από το γεγονός ότι, όταν πρόκειται να φάγουν ψωμί, δεν πλύνουν τα χέρια των”. 2 Διατὶ οἱ μαθηταί σου παραβαίνουν τὴν παράδοσιν τῶν παλαιοτέρων μας διδασκάλων; Παραβαίνουν δὲ πράγματι τὴν παράδοσιν, διότι δὲν νίπτουν τὰ χέρια τους, ὅταν τρώγουν ἄρτον.
3 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Διατί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν; 3 Εκείνος δε απεκρίθη και τους είπε· “διατί και σεις παραβαίνετε την εντολήν του Θεού χάριν της παραδόσεώς σας; 3 Ὁ δὲ Κύριος ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Διατὶ καὶ σεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ συμμορφωθῆτε πρὸς τὴν παράδοσιν σας;
4 ὁ γὰρ Θεὸς ἐνετείλατο λέγων· τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα· καί· ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω· 4 Διότι, ενώ ο Θεός διέταξε και είπε· Τιμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου· και εκείνος που υβρίζει και βλασφημεί τον πατέρα του η την μητέρα του πρέπει να καταδικάζεται εις θάνατον, 4 Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ὥρισεν ἐντολὴ καὶ εἶπε· Τίμα τὸν Πατέρα καὶ τὴν μητέρα· καί· ἐκεῖνος ποὺ βλασφημεῖ καὶ ὑβρίζει τὸν πατέρα του ἤ τὴν μητέρα του, πρέπει να θανατώνεται.
5 ὑμεῖς δὲ λέγετε· ὃς ἂν εἴπῃ τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, δῶρον ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς, καὶ οὐ μὴ τιμήσει τὸν πατέρα αὐτοῦ ἢ τὴν μητέρα αὐτοῦ· 5 σεις εξ αντιθέτου λέγετε· Οποιος θα πη στον πατέρα του η την μητέρα του, αυτό που μου ζητείς να σου δώσω δια την εξυπηρέτησίν σου, θα το προσφέρω αφιέρωμα στον Θεόν, αυτός απαλλάσεται από την υποχρέωσιν να βοηθήση τον πατέρα του η την μητέρα του. 5 Σεῖς ὅμως λέγετε· Ὁποιοσδήποτε υἱὸς εἴπῃ εἰς τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα, ποὺ ζητοῦν κάτι ὡς βοήθειαν ἀπὸ τὸ παιδί τους· ἄς εἶναι ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεὸν ἐκεῖνο, ποὺ θέλεις νὰ λάβῃς ὡς βοήθειαν καὶ ἐνίσχυσιν ἀπὸ ἑμέ· αὐτὸς ὁ υἱὸς ἀπαλλάσσεται τοῦ καθήκοντος νὰ βοηθήσῃ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του καὶ δὲν ὑποχρεοῦται νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς ἐκεῖνο, ποὺ αὐτοὶ τοῦ ζητοῦν.Καὶ ὡς συνέπεια τῆς παραδόσεως σας αὐτῆς ἐπακολουθεῖ, ὅτι αὐτὸς ὁ υἱὸς δὲν θὰ τιμήσῃ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του.
6 καὶ ἠκυρώσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν. 6 Και έτσι έχετε αχρηστεύσει και περιφρονήσει την εντολήν του Θεού εξ αιτίας αυτής της παραδόσεώς σας. 6 Καὶ ἀκυρώσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἕνεκα τῆς παραδόσεώς σας.
7 ὑποκριταί! καλῶς προεφήτευσε περὶ ὑμῶν Ἡσαΐας λέγων· 7 Υποκριταί! Πολύ σωστά επροφήτευσε για σας ο Ησαΐας, λέγων· 7 Ὑποκριταί, ποὺ κατορθώνετε νὰ παρουσιάζεσθε τηρηταὶ τοῦ νόμου, ἐνῷ πράγματι τὸν παραβαίνετε· καλὰ ἐπροφήτευσε διὰ σᾶς ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἔλεγεν·
8 ἐγγίζει μοι λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσίν με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ· 8 Ο λαός αυτός με πλησιάζει μόνον με το στόμα και με τιμά μόνον με τα χείλη (η ευσέβειά του δηλαδή περιορίζεται εις υποκριτικά λόγια), η δε καρδία των απέχει πολύ από εμένα. 8 Ὁ λαὸς αὐτὸς μὲ πλησιάζει μὲ τὸ στόμα του καὶ μὲ τιμᾷ μὲ τὰ χείλη του μόνον· ἡ καρδία τους ὅμως ἀπέχει μακρὰν ἀπὸ ἑμέ.
9 μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων. 9 Ανώφελα δε με σέβονται, διότι αφίνουν την ιδικήν μου αλήθειαν και διδάσκουν εντολάς και διδασκαλίας ανθρώπων”. 9 Ματαίως δὲ καὶ ψεύτικα μὲ λατρεύουν, ἐπειδὴ διδάσκουν διδασκαλίας, ποὺ εἶναι παραγγέλματα καὶ ἐντολαὶ ἀνθρώπων καὶ ὄχι ἰδικαί μου.
10 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον εἶπεν αὐτοῖς· Ἀκούετε καὶ συνίετε· 10 Και αφού επροσκάλεσε τα πλήθη του λαού, τους είπε· “ακούσατε καλά και εννοήσατε αυτά που θα σας πω. 10 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ τοὺς εἶπεν· Ἀκούσατε αὐτό, ποὺ θὰ εἴπω, καὶ προσέξατε νὰ τὸ καταλάβετε.
11 οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. 11 Δεν μολύνει τον άνθρωπον αυτό που εισέρχεται στο στόμα, αλλά εκείνο που βγαίνει από το στόμα. Αυτό τον μολύνει”. 11 Δὲν κάνει βέβηλον καὶ θρησκευτικῶς ἀκάθαρτον τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνο ποὺ εἰσάγεται μὲ τὴν τροφὴν εἰς τὸ στόμα, ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα, οἱ πονηροὶ δηλαδὴ καὶ ἐφάμαρτοι λόγοι, αὐτὸ καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπον ἀκάθαρτον.
12 Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἶπον αὐτῷ· Οἶδας ὅτι οἱ Φαρισαῖοι ἐσκανδαλίσθησαν ἀκούσαντες τὸν λόγον; 12 Τοτε ήλθαν προς αυτόν οι μαθηταί του και του είπαν· “γνωρίζεις ότι οι Φαρισαίοι επειράχθηκαν και εθύμωσαν, όταν άκουσαν αυτά τα λόγια;” 12 Τότε ἦλθαν πρὸς αὐτόν οἰ μαθηταί του καὶ τοῦ εἶπον· Γνωρίζεις, ὅτι οἱ Φαρισαῖοι, ὅταν ἤκουσαν τὸν λόγον, ποὺ εἶπες διὰ τὰς τροφάς, ἐσκανδαλίσθησαν καὶ ἠγανάκτησαν;
13 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· Πᾶσα φυτεία ἣν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ πατήρ μου ὁ οὐράνιος ἐκριζωθήσεται. 13 Εκείνος δε απεκρίθη και είπε· “όσα φυτά δεν εφύτευσε ο Πατήρ μου ο ουράνιος, θα ξερριζωθούν. 13 Ὁ δὲ Κύριος ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Κάθε φυτειά, ποὺ δὲν τὴν ἐφύτευσεν ὁ Πατήρ μου ὁ οὐράνιος, θὰ ξερριζωθῇ ἀπὸ τὸ χωράφι τοῦ Θεοῦ.Κάθε ἄνθρωπος δηλαδή, ποὺ λόγῳ τῆς ἀναξιότητός του δὲν τὸν προώρισεν ὁ Πατήρ μου διὰ τὴν βασιλείαν του, θὰ ἀποβληθῇ καὶ θὰ ξερριζωθῇ ἀπὸ αὐτήν.
14 ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι τυφλοί τυφλῶν· τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται. 14 Αφήσατέ τους· είναι τυφλοί, οδηγοί άλλων τυφλών· εάν δε ένας τυφλός οδηγή ένα άλλον τυφλόν, θα πέσουν και οι δύο εις βαθύν λάκκον”. 14 Ἀφήσατέ τους· εἶναι ὁδηγοὶ τυφλοὶ ποὺ ὁδηγοῦν τυφλούς· ἐὰν δὲ ἕνας τυφλὸς ὁδηγῇ ἄλλον τυφλόν, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο εἰς βαθὺν λάκκον.
15 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· Φράσον ἡμῖν τὴν παραβολήν ταύτην. 15 Επήρε τον λόγον τότε ο Πετρος και του είπε· “εξήγησε μας αυτήν την παραβολήν που είπες προηγουμένως”. 15 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε· Δός μας νὰ καταλάβωμεν τὸν ἀσαφῆ αὐτὸν λόγον, ποὺ εἶναι σὰν αἴνιγμα.
16 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; 16 Ο δε Ιησούς είπε· “ακόμη και σεις που τόσον χρόνον είσθε μαζή μου, δεν ημπορείτε να καταλάβετε το νόημα των λόγων μου; 16 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἀκόμη καὶ τώρα ὕστερα ἀπὸ τόσας διδασκαλίας, ποὺ σᾶς ἔκαμα, εἶσθε καὶ σεῖς ἀνίκανοι νὰ ἐννοήσετε τὴν ἀλήθειαν, ποὺ εἶπα;
17 οὐ νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ εἰσπορευόμενον εἰς τὸ στόμα εἰς τὴν κοιλίαν χωρεῖ καὶ εἰς ἀφεδρῶνα ἐκβάλλεται; 17 Ακόμη δεν καταλαβαίνετε ότι εκείνο που εισέρχεται στο στόμα, προχωρεί εις την κοιλίαν και απορρίπτεται στο αφοδευτήριον; 17 Ἀκόμη δὲν καταλαβαίνετε, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἰσάγεται εἰς τὸ στόμα μὲ τὰς τροφὰς προχωρεῖ πρὸς τὴν κοιλίαν καὶ ἀποβάλλεται εἰς τὸν κοπρῶνα;
18 τὰ δὲ ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ στόματος ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχεται, κἀκεῖνα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. 18 Εκείνα όμως που βγαίνουν από το στόμα, εξέρχονται από την καρδιά, και αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπον. 18 Ἐκεῖνα ὅμως ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα, ἐξέρχονται ἀπὸ τὴν καρδίαν καὶ ἐκεῖνα μολύνουν τὸν ἄνθρωπον.
19 ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. 19 Διότι από την καρδιά βγαίνουν αμαρτωλαί σκέψεις και επιθυμίαι, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. 19 Διότι ἀπὸ τὴν καρδίαν βγαίνουν σκέψεις πονηραί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι.Ὅλαι αὐταὶ αἱ παραβάσεις εἰς τὴν καρδίαν κατ’ ἀρχὰς φυτρώνουν ὡς λογισμοὶ καὶ ἐπιθυμίαι καὶ ἀποφάσεις καὶ ἀπ’ ἐκεῖ πηγάζουν.
20 ταῦτά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον· τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶ φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. 20 Αυτά είναι που κάνουν ακάθαρτον ενώπιον του Θεού τον άνθρωπον· το δε να φάγη κανείς με άπλυτα χέρια, δεν μολύνει τον άνθρωπον”. 20 Αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μολύνουν τὸν καθ’ αὐτὸ καὶ κυρίως ἄνθρωπον, τὴν ψυχὴν δηλαδή.Τὸ νὰ φάγῃ δὲ κανεὶς μὲ ἄνιπτα χέρια, δὲν μολύνει τὸν ἄνθρωπον.Ἐνδέχεται μὲν νὰ μολύνῃ τὸν σωματικὸν ὀργανισμὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχὴ ὅμως παραμένει ἀμόλυντος καὶ καθαρά.
21 Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. 21 Αναχωρήσας δε από εκεί ο Ιησούς επήγε εις τα μέρη Τυρου και Σιδώνος. 21 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο ὁ Ἰησοῦς, ἀνεχώρησε πρὸς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος.
22 καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. 22 Και ιδού μία γυναίκα Χαναναία, εβγήκε από τα όρια της περιοχής εκείνης και με μεγάλην κραυγήν του έλεγεν· “ελέησέ με, Κυριε υιέ του Δαυΐδ· η κόρη μου βασανίζεται φρικτά από πονηρόν δαιμόνιον”. 22 Καὶ ἰδοὺ μία γυναῖκα Χαναναία, ποὺ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὰ σύνορα ἐκεῖνα, ἐφώναξε δυνατὰ πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· Ἐλέησόν με, Κύριε, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ.Ἡ θυγατέρα μου κατέχεται ἀπὸ δαιμόνιον καὶ ὑποφέρει φρικτά.
23 ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτουν αὐτὸν λέγοντες· Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. 23 Εκείνος δε δεν της είπε ούτε μίαν λέξιν εις απάντησιν. Προσήλθαν προς αυτόν οι μαθηταί του και τον παρακαλούσαν, λέγοντες· “άκουσε την παράκλησίν της, λυπήσου την, κάμε της αυτό που με τόσον σπαραγμόν σου ζητεί, και άφησέ την να φύγη, διότι μας ακολουθεί από κοντά και κράζει”. 23 Αὐτὸς ὅμως δὲν ἀπεκρίθη εἰς αὐτὴν οὔτε λέξιν.Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασαν οἱ μαθηταί του, τὸν παρεκάλουν λέγοντες· Κάμε της αὐτὸ ποὺ ζητεῖ διὰ νὰ φύγῃ, διότι φωνάζει δυνατὰ ἀπὸ πίσω μας καὶ ἀπὸ τὰς φωνάς της θὰ μαζευθῇ λαὸς πολύς.
24 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. 24 Εκείνος απήντησε· “δεν έχω σταλή παρά μόνον για τα χαμένα πρόβατα του Ισραηλιτικού λαού”. 24 Αὐτὸς ὅμως ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Δὲν ἀπεστάλην ἀπὸ τὸν Πατέρα μου παρὰ διὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ γένους.
25 ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. 25 Αυτή δε ήλθε τότε εμπρός στον Ιησούν, εγονάτισε με ευλάβειαν και είπε· “Κυριε, βοήθησέ με”. 25 Ἀλλ’ αὐτή, ἀφοῦ ἦλθε πλησίον, ἔπεσε μὲ εὐλάβειαν είς τοὺς πόδας τοῦ Κυρίου καὶ ἔλεγε· Κύριε, βοήθα με εἰς τὴν δυστυχίαν μου!
26 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. 26 Εκείνος απήντησε και είπε· “δεν είναι καλόν να πάρη κανείς το ψωμί από τα τέκνα του και να το ρίψη εις τα σκυλάκια”. 26 Αὐτὸς ὅμως ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρῃ κανεὶς τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίψῃ στὰ σκυλάκια.
27 ἡ δὲ εἶπε· Ναί, Κύριε, καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. 27 Εκείνη δε είπε· “ναι, Κυριε, σωστό είναι αυτό· αλλά και τα σκυλάκια τρώγουν από τα ψίχουλα, που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων των”. 27 Αὐτὴ δὲ εἶπε· Ναί, Κύριε· δέχομαι ὅτι εἶμαι σκυλάκι.Διότι καὶ τὰ σπιτίσια σκυλάκια τρώγουν ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ πίπτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων των.
28 τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. 28 Οταν δε ο Ιησούς ήκουσε αυτούς τους γεμάτους πίστιν και ταπείνωσιν λόγους, είπε· “ω γύναι, μεγάλη είναι η πίστις σου! Ας γίνη προς χάριν σου, όπως ακριβώς θέλεις”. Και εθεραπεύθη η κόρη της από την στιγμήν εκείνην. 28 Τότε ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπεν· Ὦ γυναῖκα, ἡ πίστις σου εἶναι μεγάλη.Ἂς γίνῃ εἰς σὲ ὅπως θέλεις.Καὶ πράγματι ἀπὸ τὴν ὥραν ἀκριβῶς ἐκείνην ἰατρεύθη ἡ θυγατέρα της.
29 Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἦλθεν παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἀναβὰς εἰς τὸ ὄρος ἐκάθητο ἐκεῖ. 29 Αναχωρήσας δε από εκεί ο Ιησούς ήλθε κοντά εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας, ανέβηκε στο όρος και εκάθητο εκεί. 29 Καὶ ἀφοῦ ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς ἦλθε πλησίον τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας καὶ ἀφοῦ ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, ἐκάθητο ἐκεῖ.
30 καὶ προσῆλθον αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἔχοντες μεθ’ ἑαυτῶν χωλούς, τυφλούς, κωφούς, κυλλούς, καὶ ἑτέρους πολλούς, καὶ ἔρριψαν αὐτοὺς παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς· 30 Και ήλθαν εις αυτόν πολλά πλήθη ανθρώπων, που είχαν μαζή των χωλούς, τυφλούς, κωφούς, κουλλούς και άλλους πολλούς ασθενείς, τους οποίους και έρριψαν εις τα πόδια του Ιησού. Και αυτός τους εθεράπευσε, 30 Καὶ ἦλθαν πρὸς αὐτὸν πλήθη λαοῦ πολλά, ποὺ εἶχαν μαζί τους κουτσούς, τυφλούς, κουφούς, ἀνθρώπους μὲ πιασμένα καὶ παράλυτα χέρια καὶ ἄλλους πολλοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς ἔρριψαν πλησίον τῶν ποδῶν τοῦ Ἰησοῦ.Καὶ τοὺς ἰάτρευσεν,
31 ὥστε τοὺς ὄχλους θαυμάσαι βλέποντες κωφοὺς ἀκούοντας, ἀλάλους λαλοῦντας, κυλλοὺς ὑγιεῖς, χωλοὺς περιπατοῦντας καὶ τυφλοὺς βλέποντας· καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν Ἰσραήλ. 31 ώστε να θαυμάζουν τα πλήθη του λαού βλέποντα κωφούς να ακούουν, βωβούς να ομιλούν, κουλλούς υγιείς, χωλούς να περιπατούν και τυφλούς να βλέπουν. Και εδόξασαν όλοι τον Θεόν του Ισραήλ. 31 ὥστε τὰ πλήθη νὰ θαυμάσουν, σὰν ἔβλεπαν κωφάλαλοι νὰ ἀκούουν καὶ νὰ ὁμιλοῦν, ἄνθρωποι μὲ πιασμένα χέρια νὰ εἶναι ὑγιεῖς, κουτσοὶ νὰ περιπατοῦν καὶ τυφλοὶ νὰ βλέπουν.Καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὁ ὁποῖος ἑξαιρετικῶς μεταξὺ τοῦ λαοῦ του ἐνήργει διὰ τοῦ Ἰησοῦ τόσα καὶ τέτοια θαύματα.
32 Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εἶπε· Σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι· καὶ ἀπολῦσαι αὐτοὺς νήστεις οὐ θέλω, μήποτε ἐκλυθῶσιν ἐν τῇ ὁδῷ. 32 Ο δε Ιησούς επροσκάλεσε τους μαθητάς του και είπε· “σπλαγχνίζομαι τον λαόν αυτόν, ότι τρεις τώρα ημέρας μένουν κοντά μου και δεν έχουν τι να φάγουν. Δεν θέλω δε να τους αφήσω να γυρίσουν εις τα σπίτια των νηστικοί, μήπως και παραλύσουν στον δρόμον και πέσουν από την πείναν”. 32 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπροσκάλεσε τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς εἶπεν· Αἰσθάνομαι βαθεῖαν συμπάθειαν διὰ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, διότι εἶναι τώρα τρεῖς ἡμέραι, ἀφ’ ὅτου μένουν πλησίον μου καὶ δὲν ἔχουν τί νὰ φάγουν.Καὶ δὲν θέλω νὰ τοὺς ἐξαποστείλω εἰς τὰ μέρη τους νηστικούς, μήπως ἀποκάμουν εἰς τὸν δρόμον.
33 καὶ λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί αὐτοῦ· Πόθεν ἡμῖν ἐν ἐρημίᾳ ἄρτοι τοσοῦτοι ὥστε χορτάσαι ὄχλον τοσοῦτον; 33 Και λέγουν προς αυτόν οι μαθηταί του· “από που ημπορούμε να έχωμεν ημείς εδώ στον έρημον αυτόν τόπον τόσους άρτους, ώστε να χορτάσωμεν τόσον πολύν λαόν;” 33 Καὶ λέγουν εἰς αὐτὸν οἰ μαθηταί του· Ἀπὸ ποῦ νὰ προμηθευθῶμεν ἐδῶ εἰς τὴν ἐρημιὰν τόσον πολλοὺς ἄρτους, ὥστε νὰ χορτάσωμεν τόσον πλῆθος λαοῦ;
34 καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Πόσους ἄρτους ἔχετε; οἱ δὲ εἶπον· Ἑπτά, καὶ ὀλίγα ἰχθύδια. 34 Και λέγει εις αυτούς ο Ιησούς· “πόσα ψωμιά έχετε;” Εκείνοι δε απήντησαν· “επτά και κάτι λίγα ψαράκια”. 34 Καὶ λέγει εἰς αὐτοὺς ἡ Ἰησοῦς· Πόσους ἄρτους ἔχετε; Αὐτοὶ δὲ εἶπαν· ἑπτὰ ἄρτους καὶ ὀλίγα ψαράκια.
35 καὶ ἐκέλευσε τοῖς ὄχλοις ἀναπεσεῖν ἐπὶ τὴν γῆν. 35 Και συνέστησε εις τα πλήθη, να καθήσουν κατά γης. 35 Καὶ παρήγγειλεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ νὰ καθίσουν εἰς τὴν γῆν.
36 καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους καὶ τοὺς ἰχθύας, εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. 36 Και αφού επήρε τους επτά άρτους και τα ψάρια, ευχαρίστησε τον ουράνιον Πατέρα, τα έκοψε κομμάτια, και τα έδωκε στους μαθητάς του και οι μαθηταί εις τα πλήθη. 36 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε εἰς τὰς χεῖρας του τοὺς ἄρτους καὶ τὰ ψάρια, εὐχαρίστησε τὸν Πατέρα του, ποὺ δίδει καὶ πολλαπλασιάζει αὐτὸς ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ ἔκοψε τοὺς ἄρτους καὶ τὰ ψάρια καὶ ἔδωκεν εἰς τοὺς μαθητάς του, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῦ ἔδωκαν εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ.
37 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων, ἑπτὰ σπυρίδας πλήρεις. 37 Εφαγαν δε όλοι και εχόρτασαν και εμάζεψαν ο,τι είχε περισσεύσει από τα κομμάτια, επτά μεγάλα κοφίνια γεμάτα. 37 Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν καὶ ἐσήκωσαν τὸ περίσσευμα τῶν κομματιῶν ἑπτὰ μεγάλα κοφίνια γεμᾶτα.
38 οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν τετρακισχίλιοι ἄνδρες χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. 38 Αυτοί δε που έφαγαν ήσαν τέσσαρες χιλιάδες άνδρες, εκτός από τα γυναικόπαιδα. 38 Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔφαγαν, ἦσαν τέσσαρες χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς νὰ ὑπολογίζωνται εἰς τὸν ἀριθμὸν αὐτὸν γυναῖκες καὶ παιδιά.
39 Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον, καὶ ἦλθεν εἰς τὰ ὅρια Μαγδαλά. 39 Και αφού διέλυσε τα πλήθη, εμπήκε στο πλοίον και ήλθε εις τα σύνορα Μαγδαλά, νοτίως της Καπερναούμ. 39 Καὶ ἀφοῦ διέλυσε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἐμβῆκεν εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἦλθεν εἰς τὰ σύνορα τῆς Μαγδαλά.